FOLLOW US: facebook twitter

Η διαρκής επικαιρότητα της σκέψης του Π. Κονδύλη-Η εισήγηση του Κ. Τζαβάρα που επιμελήθηκε την έκδοση

Ημερομηνία: 24-03-2022 | Συντάκτης:

-Σε έντυπη έκδοση χιλίων αντιτύπων τα πρακτικά του Επιστημονικού Συνεδρίου για τον Ηλείο διανοούμενο
-Διαβάστε αναλυτικά την εισήγηση του βουλευτή Ηλείας, Κ. Τζαβάρα, που επιμελήθηκε την έκδοση


Μια σημαντική έκδοση για την ελληνική επιστημονική κοινότητα είναι πλέον πραγματικότητα, καθώς τα πρακτικά του Επιστημονικού Συνεδρίου που διοργανώθηκε στη μνήμη του Παναγιώτη Κονδύλη τον Ιανουάριο του 2018 είναι πλέον συγκεντρωμένα και τυπωμένα υπό τη μορφή βιβλίου, σε επιμέλεια του βουλευτή Ηλείας και πρώην υπουργού Κώστα Τζαβάρα, που ήταν και εκ των βασικών εμπνευστών αυτής της πρωτοβουλίας.

Αξίζει να επισημανθεί πως το βιβλίο, το οποίο έχει τίτλο «Η διαρκής επικαιρότητα της σκέψης του Παναγιώτη Κονδύλη», εκτυπώθηκε με φροντίδα της Διεύθυνσης Εκδόσεων & Εκτυπώσεων της Βουλής σε 1.000 αντίτυπα και το προλογίζει ο πρόεδρος της Ελληνικού Κοινοβουλίου, Κων/νος Τασούλας.
Ο κ. Τζαβάρας στην εισήγησή του εξέφρασε την ικανοποίησή μου για τη μεγάλη επιτυχία με την οποία εστέφθη η διοργάνωση του τιμητικού συνεδρίου για το έργο και τη μνήμη του Π. Κονδύλη, που πραγματοποιήθηκε στη γενέτειρά του, την Αρχαία Ολυμπία, υπό την αιγίδα της Βουλής των Ελλήνων, και εξήρε την καθοριστική συμβολή του Παναγιώτη Σπυρόπουλου στην οργάνωση της εκδήλωσης αυτής, «ενός φίλου που δυστυχώς δεν βρίσκεται πια ανάμεσά μας, με τον οποίο από κοινού είχαμε συλλάβει την ιδέα αυτού του συνεδρίου και συνεργαστήκαμε για την υλοποίησή του. Εκφράζω τη βαθιά μου θλίψη για την απώλεια αυτού του σημαντικού πνευματικού ανθρώπου, που ανάλωσε μεγάλο μέρος της ζωής του στην έρευνα και την καταγραφή της οικονομικής και κοινωνικής ιστορίας της πόλης του Πύργου και μας παρέδωσε, προτού φύγει, ένα αξιόλογο επιστημονικό έργο».

Η Πρωινή δημοσιεύει σήμερα την εισήγηση του βουλευτή Ηλείας για την πολιτική σημασία του λόγου του Ηλείου διανοούμενου Παναγιώτη Κονδύλη:

«Μέσα από τις ομιλίες και τις συζητήσεις που προηγήθηκαν αναδείχθηκε η καταπληκτική επικαιρότητα που προσλαμβάνει στις σημερινές κρίσιμες ιστορικές συνθήκες η προκλητική και ανατρεπτική σκέψη του. Πράγματι, σε μια τόσο καταθλιπτική εποχή, που κυριαρχούν ξεπερασμένα κοινωνικά στερεότυπα και οι συνειδήσεις λιμνάζουν σε ένα πνευματικό και ηθικό τέλμα, η απουσία διανοουμένων με τα χαρακτηριστικά του Κονδύλη είναι περισσότερο από ποτέ αισθητή. Γιατί η μοίρα των αυθεντικών διανοουμένων είναι να παρεμβαίνουν με τον ανατρεπτικό τους λόγο στην κοινωνική, την πολιτική και την πολιτιστική φορά των πραγμάτων και να υποδεικνύουν- σε ώρες μάλιστα κρίσης – την ορθή στάση που πρέπει να τηρούμε όλοι στα κρίσιμα κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα. Αυτή η στάση τις περισσότερες φορές παίρνει τη μορφή ενός είδους στασιασμού, μιας μορφής εξ-ανάστασης, απέναντι στα κακώς κείμενα.

Αξίζει να θυμηθούμε το μεγάλο πολιτικοστρατιωτικό σκάνδαλο Ντρέιφους, που συγκλόνισε την Γαλλία του 1896 και πυροδότησε τη σθεναρή αντίδραση του Εμίλ Ζολά. Η σκοτεινή αυτή υπόθεση προκάλεσε δικαιολογημένα την καταλυτική παρέμβαση ενός τόσο σημαντικού διανοούμενου στο προσκήνιο της Ιστορίας. Το ιστορικό αυτό συμβάν εγκαινίασε ένα είδος παράδοσης, σύμφωνα με την οποία καθιερώθηκε ως αυτονόητο χρέος των διανοουμένων και των πνευματικών ταγών να παρεμβαίνουν στην κοινωνική και πολιτική ζωή μιας χώρας, όταν το επιβάλλουν οι περιστάσεις.

Η παράδοση αυτή συνεχίστηκε καθ’ όλη τη διάρκεια των αρχών του 20ου αιώνα κάτω από τις δύσκολες συνθήκες του Πρώτου Μεγάλου Πολέμου μέχρι το 1927, όταν ο Ζυλιέν Μπεντά, κατήγγειλε για πρώτη φορά το φαινόμενο της «προδοσίας» των διανοουμένων. Ως προδοσία χαρακτήρισε τη σιωπή των διανοουμένων απέναντι στην ηθική, πολιτική και πνευματική παρακμή της Ευρώπης κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου. Χαρακτηριστικά υποστήριζε ότι αυτοί που έπρεπε να είναι οι κήρυκες και οι υπερασπιστές αιωνίων αξιών, όπως των αξιών της Αλήθειας, της Δικαιοσύνης και της Λογικής, έχουν παύσει πλέον να ανταποκρίνονται σε αυτόν τον ρόλο της παρέμβασης γιατί έγιναν επαγγελματίες υπάλληλοι, υπάλληλοι συμφερόντων και όχι υπάλληλοι της Ιστορίας, όπως αξίζει να είναι οι διανοούμενοι.

Δυστυχώς, σήμερα επαναλαμβάνεται το ίδιο ιστορικό φαινόμενο. Η πλειοψηφία των διανοουμένων, αντί να διαφωτίζει την κοινωνία για το αληθές νόημα της τραγικής ιστορικής συγκυρίας που διέρχεται ο τόπος, σιωπά. Προτιμά να υπηρετεί κομματικά συμφέροντα και να καλλιεργεί ψευδαισθήσεις. Οι διανοούμενοι αντί με τη σκέψη τους να αποφλοιώνουν την ιστορική πραγματικότητα από τις μυθικές επιστρώσεις κάτω από τις οποίες σκόπιμα έχει κρυφτεί η Αλήθεια, προτιμούν να υποδαυλίζουν πολιτικά πάθη ή να γίνονται υποκινητές ενός πρωτοφανούς εθνικολαϊκισμού.

Μοναδική εξαίρεση παραμένει ακόμα και σήμερα ο καταγγελτικός λόγος του Παναγιώτη Κονδύλη, ο οποίος από πολύ νωρίς, ήτοι από τις αρχές της δεκαετίας του 1990, είχε στηλιτέψει την αδιαφορία, τα λάθη και την ανεπάρκεια του ελληνικού πολιτικού συστήματος, τόσο της Δεξιάς όσο και της Αριστεράς, και ιδιαιτέρως είχε αναδείξει τις μεγάλες ευθύνες που έχουν για την καθυστέρηση και την παρακμή που γνωρίζει σήμερα η Ελλάδα. Επιχειρώντας μια γενεαλογία των σημερινών δεινών τη χώρας, απέδιδε τη σύγχρονη ελληνική κακοδαιμονία στο νόθο αστισμό του Νέου Ελληνικού Κράτους, ο οποίος υπήρξε αποτέλεσμα μιας σειράς ιστορικών παραγόντων. Πράγματι, το 1830 εγκαταστάθηκε στη νέα Ελλάδα ένα κράτος το οποίο υπήρξε ανίκανο να αντιμετωπίσει και να ρυθμίσει αποτελεσματικά τις πατριαρχικές δομές και νοοτροπίες της κοινωνίας. Εντούτοις, την ίδια ιστορική στιγμή η βαυαροκρατία, με τη μορφή της Αντιβασιλείας, έφερνε από την Ευρώπη και μεταφύτευεστο νεοσύστατο αυτό κράτος τους πιο προηγμένους κοινοβουλευτικούς θεσμούς της εποχής εκείνης. Ως γνωστόν, η Ελλάδα περιλαμβάνεται μεταξύ των πρώτων χωρών που υιοθέτησαν την καθολική ψηφοφορία και έναν πολύ προχωρημένο κοινοβουλευτισμό.

Αυτή η μεταφύτευση όμως τόσο προοδευτικών για την εποχή θεσμών δε βοήθησε στο να θεραπευθεί η βασική τραυματική έλλειψη από την οποία διαχρονικά υποφέρει η χώρα και αφορά την εκ γενετής αναπηρία της ελληνικής αστικής τάξης να ανταποκριθεί στον ιστορικό της ρόλο. Αυτό το ρόλο δηλαδή που διαδραμάτισε στις άλλες χώρες της Ευρώπης και πέτυχε με την επανάστασή της να σημειώσει το ιστορικό τέλος του Μεσαίωνα, της αριστοκρατίας και όλων των μορφών της εξουσίας που είχαν αναγωγή είτε στην κληρικοκρατία είτε στη φεουδαρχία. Αντιθέτως, στην Ελλάδα είχαμε την ιστορική δυστυχία να υποδεχθούμε την αστική τάξη μόνο με την αρνητική της λειτουργία, εκείνη που την καθιστά αντίπαλο της εργατικής τάξης, απέναντι στην οποία είναι μονίμως υπόλογη και απολογούμενη. Με άλλα λόγια η αστική τάξη δεν λειτούργησε ιστορικά στην Ελλάδα ως εκείνη η προμηθεϊκού χαρακτήρα δύναμη που παρέλαβε τις κοινωνίες στην κεντρική και στη δυτική Ευρώπη και τις πήγε μπροστά, τις πήγε προς την πρόοδο. Το γεγονός αυτό εξηγεί γιατί στην Ελλάδα μιλάμε πάντα για την αστική τάξη με έναν τρόπο που δεν είναι καθόλου τιμητικός.

Απέναντι σε αυτόν το νόθο τρόπο με τον οποίο μεταφέρθηκε στην Ελλάδα ο αστισμός, το Νέο Ελληνικό Κράτος αναγκάστηκε να μετατραπεί σε μαζικό εργοδότη για να δώσει διέξοδο απασχόλησης στις μάζες που εγκατέλειπαν την ύπαιθρο για να εγκατασταθούν στην πόλη, αφού ο βαθμός ωρίμανσης των καπιταλιστικών οικονομικών σχέσεων δεν ήταν σε θέση να τους εξασφαλίσει εργασία. Δυστυχώς στη νεότερη Ελλάδα η αστική τάξη δεν στηρίχθηκε ποτέ σε παραγωγικές και κοινωνικές δυνάμεις τέτοιες που να διαθέτουν μια ολοκληρωμένη εθνική αυτοσυνειδησία και να διαπνέονται από τίς ίδιες αξίες με εκείνους τους κεφαλαιοκράτες που πραγματοποίησαν τα μεγάλα οικονομικά θαύματα στον υπόλοιπο δυτικό πολιτισμένο κόσμο.

Παρ’ ημίν ο οικονομικός χώρος της κεφαλαιοκρατίας στη μεγάλη πλειοψηφία του εκπροσωπείτο παραδοσιακά από κρατικοδίαιτους επιχειρηματίες, στους οποίους μεταπολεμικά προστέθηκαν και αμφιβόλου ηθικής και κοινωνικής υποστάσεως άτομα, που είχαν πλουτίσει με την μαυραγορίτικη δραστηριότητά τους ή με άλλου τέτοιου είδους ύποπτες οικονομικές ασχολίες. Για χρόνια το κυρίαρχο ιδεώδες της επιχειρηματικής τάξης στηρίχθηκε στις καλές σχέσεις με το «γκουβέρνο», κατά την παροιμιώδη φράση του Π. Μποδοσάκη Αθανασιάδη.

Έτσι φτάσαμε σήμερα να έχουμε ένα κράτος, το οποίο όσο κι αν λέμε ότι εξυπηρετεί τους σκοπούς του, εντούτοις εξακολουθεί να παρουσιάζει σοβαρά ελλείματα αποτελεσματικότητας. Κυρίως όσον αφορά τη δημόσια διοίκηση, η οποία δεν διαθέτει μέχρι σήμερα μιαγραφειοκρατική ελίτ, ικανή να αντιμετωπίσει με επαγγελματισμό και επάρκεια τις προκλήσεις των σημερινών καιρών. Η δημοσιοϋπαλληλική τάξη που στελεχώνει τη Διοίκηση του κράτους αντιστέκεται με τα συνδικάτα της σε κάθε εκσυγχρονισμό και αντιδρά σθεναρά σε κάθε προσπάθεια αξιολόγησης και επαγγελματικής επιμόρφωσης.

Εξάλλου, στα αίτια της καχεξίας του αστικού στοιχείου στην Ελλάδα ο Παναγιώτης Κονδύλης συμπεριλαμβάνει και το φαινόμενο που εκδηλώθηκε κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1970 και έλαβε τη μορφή ενός νόθου μαζικο-δημοκρατικού συστήματος. Ενός συστήματος που προέκυψε από την εισβολή στην Ελλάδα υλικών και άυλων καταναλωτικών αγαθών, τα οποία συνδέθηκαν με τις εγχώριες αξίες, όπως ο ίδιος χαρακτηριστικά λέει, της «ηδονοθηρίας», του «ωχαδελφισμού», του «αυθορμητισμού» που σε συνδυασμό με τις παραδοσιακά προϋπάρχουσες «αξίες» του «εξυπνακισμού» και της «ημιμάθειας», επέβαλαν στο πολιτικό σύστημα αλλά και στην ίδια την κοινωνία ένα ιδεώδεςπου συστηματικά τους παρέσυρε να καταναλώνουν πέραν των παραγωγικών δυνατοτήτων τους.

Αποτέλεσμα αυτής της αχαλίνωτης καταναλωτικής ορμής υπήρξε η υποδούλωση της χώρας στις απαιτήσεις των «δανειστών» που άνοιξε το δρόμο για τη σκληρή περίοδο των «μνημονίων». Ήδη από την αρχή της δεκαετίας του 1990 ο Π. Κονδύλης είχε προβλέψει ότι ένας τέτοιος ανορθολογισμός θα οδηγούσε στη χρεοκοπία της χώρας. Από τότε μάλιστα προέτρεπε για μια οικονομική ανασυγκρότηση της Ελλάδας που θα προσανατολιζόταν και θα στηριζόταν όχι μόνο στην παραγωγή υλικών αγαθών, αλλά και στην παραγωγή και την αξιοποίηση των άυλων αγαθών (συμβόλων, παραστάσεων, σημασιών, σημείων) που αιώνες τώρα δημιουργεί και απευθύνει προς όλο τον κόσμο ο ελληνικός πολιτισμός. Παράλληλα υποστήριζε ότι για το κατάντημα αυτό της σύγχρονης Ελλάδας ευθύνονται όλες οι πολιτικές δυνάμεις. Χαρακτηριστικά έλεγε ότι τόσο ο πτωχοπροδρομικός ελληνοκεντρισμός της Δεξιάς όσο και ο κοσμοπολίτικος πιθηκισμός της Αριστεράς το ίδιο έχουν βλάψει αυτόν τον τόπο. Περιθώρια για εθνική ενότητα μεταξύ των δύο αυτών παρατάξεων υπήρχαν μόνο στις περιπτώσεις που από κοινού υπερασπίζονταν τις καταναλωτικές απαιτήσεις κοινωνικών ομάδων, οι οποίεςκάθε φορά διαδήλωναν στους δρόμους ως σημαιοφόροι «λαϊκών αιτημάτων».

Με αυτές τις σκέψεις εκτιμώ ότι πρέπει να προσεγγίσουμε τα μεγάλα ανοιχτά κοινωνικά και πολιτικά προβλήματα του τόπου, αποφασισμένοι να δώσουμε σ’ αυτά οριστικές λύσεις. Η βαθιά οικονομική, θεσμική και πολιτισμική κρίση που τα τελευταία χρόνια έπληξε και συνεχίζει σήμερα να πλήττει τη χώρα θα αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά μόνο αν προχωρήσουμε σε γενναίες διαρθρωτικές αλλαγές και στις αναγκαίες ριζικές μεταρρυθμίσεις. Προπάντων, όμως, όταν θα έχουμε απαλλαγεί και από τις αυταπάτες και τις ψευδαισθήσεις που αποκαλύπτει με το έργο του ο Παναγιώτης Κονδύλης, τότε, θεωρώ, ότι θα έχουμε κάνει ένα πραγματικό βήμα προς την απελευθέρωσή μας από τα δεσμά που μας έχει επιβάλει ο κακός μας εαυτός, ώστε να είμαστε έτοιμοι να περάσουμε σε μια νέα εποχή. Θέλω να καταλήξω, χρησιμοποιώντας τις λέξεις ενός άλλου μεγάλου διανοούμενου, του Ζήσιμου Λορεντζάτου, σ’ αυτό το μνημειώδες κείμενο για το χαμένο κέντρο: “Είναι τα λόγια μας ψεύτικα γιατί είναι η ζωή μας ψεύτικη. Για να ξαναμιλήσουμε αληθινά, πρέπει να ξαναζήσουμε αληθινά”. Για να αντιμετωπίσουμε λοιπόν την ιστορική πρόκληση μιας αληθινής ζωής, μας χρειάζεται η αναγκαία απόφαση. Απόφαση με την έννοια που της αποδίδει ο Παναγιώτης Κονδύλης στο έργο του “Ισχύς και Απόφαση”. Πρέπει λοιπόν, να είμαστε και αποφασισμένοι και αποφασιστικοί για αυτό.»


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Καιρός Πύργος