Το σημείωμα του εκδότη: Για την Ελλάδα ρε γαμώτο
[vc_row][vc_column][vc_single_image image=”141874″ img_size=”full”][vc_column_text]«Ευτυχισμένη που ήμουν στον τελικό, και το μόνο που σκέφτηκα ήταν για την Ελλάδα ρε γαμώτο θα τρέχω, για κανέναν άλλον».
Βρισκόμαστε στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Βαρκελώνης. Το ημερολόγιο έγραφε 5 Αυγούστου 1992. Το τέλος της ιστορικής κούρσας στα 100 μέτρα εμπόδια βρίσκει τη Βούλα Πατουλίδου νικήτρια σε έναν από τους πιο συνταρακτικούς αγώνες στην ιστορία του αθλήματος. Όλοι έχουν πάθει σοκ. Ποιο είναι αυτό το κορίτσι ντυμένο στα γαλανόλευκα που τολμά να αψηφά τις εκπροσώπους των μεγάλων αθλητικών δυνάμεων, κατακτώντας το χρυσό μετάλλιο; Τα πρώτα δευτερόλεπτα μετά το φίνις, ακόμα και η ίδια η Πατουλίδου δυσκολεύεται να συνειδητοποιήσει τι έχει συμβεί. Περιφέρεται σα χαμένη δεξιά – αριστερά, ψάχνοντας τους δικούς της στις κερκίδες. Το ένστικτό της την οδηγεί να βουτήξει μια ελληνική σημαία και να την τυλίξει γύρω της.
Λίγο μετά, κατά τη διάρκεια των πρώτων της δηλώσεων, θα πει το ιστορικό «Για την Ελλάδα ρε γαμώτο». Μέχρι πρόσφατα αυτή ήταν μία από τις ελάχιστες στιγμές στην ελληνική αθλητική ιστορία όπου η δήλωση επισκίασε την επίδοση. Όχι γιατί η επίδοση ήταν μικρή ή ανάξια λόγου, αλλά ακριβώς επειδή συνόψιζε την προσπάθεια, το μόχθο, τα βάσανα, με μια λέξη τον αγώνα τον οποίο κάνουν αυτοί οι σπουδαίοι χαρακτήρες. Το «Για την Ελλάδα ρε γαμώτο», δεν είναι μόνο μια παροιμιώδης ένδειξη φιλότιμου. Αναγκαία κλείνει μέσα του την ελληνική πραγματικότητα, την υπερβολικά ελληνική νοοτροπία της πολιτείας, την απύθμενη υποκρισία όσων σπεύδουν κατόπιν εορτής να συγχαρούν και να φωτογραφηθούν με τους πρωταγωνιστές, ώστε να προβληθούν δια της πλαγίας, κλέβοντας λίγη από τη δόξα τους. Όσο υπάρχουν φιλότιμα παιδιά, το μόνο το οποίο επιτυγχάνουν είναι να αυτογελοιοποιούνται κι ας μην το συνειδητοποιούν ή ακόμα κι ας μην τους ενδιαφέρει. Αρκεί κάπως να φανούν.
Και φαίνεται επίσης ότι δεκαεννέα χρόνια από εκείνο το μαγικό απόγευμα στη Βαρκελώνη δεν έχουν αλλάξει και πολλά. Το «αλητεία» του Τεντόγλου θυμίζει έντονα τη ρήση της Πατουλίδου. Η αγανάκτηση του προπονητή του, ο οποίος δήλωσε πως όλα αυτά τα χρόνια δεν τους έχουν δώσει ούτε μία καραμέλα, το ίδιο. Τα δάκρυα του Ιακωβίδη, ο οποίος ανακοίνωσε πως αποσύρεται και ότι ντρεπόταν που επισκεπτόταν τον φυσιοθεραπευτή χωρίς να μπορεί να τον πληρώσει, το ίδιο. Και για τον άλλο χρυσό ολυμπιονίκη μας, το Ντούσκο; Είχε στείλει βιογραφικά σε όλες τις μεγάλες επιχειρήσεις των Ιωαννίνων για χορηγία. Φαντάζομαι πως θα είχε επικοινωνήσει και με τους ντόπιους πολιτικούς. Άπαντες τον αγνόησαν. Να πούμε ακόμη για τον Πετρούνια που τον έκοψαν από την τηλεόραση, αν και θα ήταν κάπως χονδροειδές να κόψουν τη χρηματοδότηση σε έναν ζωντανό μύθο του αθλήματος; Για την Κορακάκη, η οποία μέχρι πρότινος έκανε προπόνηση σε νταμάρι; Για τον Αντετοκούμπο, που του έδωσαν ελληνική ιθαγένεια στο «και πέντε;». Είναι πολλοί ακόμα, δεν είναι ένας και δύο.
Τι να πεις… παλιοχώρα, για να μην μεταχειριστώ κανένα πιο βαρύ χαρακτηρισμό… Ποτέ δεν στηρίζει όσους και όσες αξίζουν στήριξης, εκτός αν δεν υπάρχει άλλη επιλογή. Κι όμως αυτοί, εκεί, πεισμώνουν, σφίγγουν τα δόντια, ματώνουν, κλαίνε, εξακολουθούν να αγωνίζονται με ό,τι έχουν και δεν έχουν. Γι’ αυτούς το εθνόσημο πράγματι σημαίνει κάτι. Μόνο γι’ αυτό το κάνουν και για την απέραντη αγάπη γι’ αυτό που κάνουν. Για την Ελλάδα ρε γαμώτο.
Ο εκδότης[/vc_column_text][/vc_column][/vc_row]