The game is over – Το χαμένο στοίχημα του Τουρισμού
[vc_row][vc_column][vc_single_image image=”106530″ img_size=”full”][vc_column_text]Τι θα μείνει όρθιο το 2021; Mε τη φετινή τουριστική σεζόν να θεωρείται χαμένη, τα βλέμματα όλων είναι στραμμένα στην επόμενη χρονιά. Από τις περσινές αφίξεις-ρεκόρ –περισσότεροι από 30 εκατομμύρια τουρίστες–, φτάσαμε να θεωρούμε επιτυχία το 1,7 εκατ. από τον Ιούλιο έως τα μέσα της θερινής σεζόν, που σφύριξε πρόωρα λήξη. Από τα έσοδα των 17 δισ. ευρώ, που ανακοίνωσε πέρυσι ο Σύνδεσμος Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων, φτάσαμε να θεωρούνται αισιόδοξες οι προβλέψεις του Συνδέσμου για συγκράτηση των εσόδων στο 25% του 2019.
Με τις όποιες ελπίδες για ανάκαμψη να έχουν ήδη εξατμιστεί από το πρώτο δεκαπενθήμερο του Αυγούστου, μαζί με την αύξηση των κρουσμάτων και τα νέα τοπικά λοκ-ντάουν, ενώσεις ξενοδόχων και παρόχων τουριστικών καταλυμάτων κάνουν ταμείο και το βρίσκουν μείον. Ηδη τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για το δεύτερο τρίμηνο του 2020 –που συμπίπτει χρονικά με την περίοδο της καραντίνας– δείχνουν τον τζίρο των τουριστικών καταλυμάτων να έχει σχεδόν μηδενιστεί, με πτώση από 94% έως και 99% σε σχέση με πέρυσι.
Το όπως-όπως άνοιγμα των συνόρων τον Ιούλιο για τους τουρίστες, χωρίς σχεδιασμό και με ανεπαρκείς ελέγχους, όχι μόνο δεν έσωσε την παρτίδα, αλλά έφερε μάλλον αντίθετα αποτελέσματα από τα επιδιωκόμενα: και η τουριστική κίνηση παρέμεινε σχεδόν αναιμική και η πανδημία αναζωπυρώθηκε.
Οσο για τις πληρότητες που ανακοινώθηκαν για Ιούλιο και Αύγουστο, εκεί η δημιουργική λογιστική κάνει το θαύμα της. Στην καλύτερη περίπτωση αγγίζουν το 50%, σε ορισμένα νησιά των Κυκλάδων κυρίως την περίοδο του Δεκαπενταύγουστου, ενώ κατά μέσο όρο κινούνται από 25% έως 30%. Τα ποσοστά όμως αυτά αφορούν καταλύματα και ξενοδοχεία που άνοιξαν, και δεν συμπεριλαμβάνουν τις επιχειρήσεις που παρέμειναν κλειστές – με εκατοντάδες χιλιάδες εργαζόμενους σε αναστολή να μην έχουν πάρει ακόμα το γλίσχρο επίδομα των 534 ευρώ, όπως καταγγέλλει η Ομοσπονδία Επισιτισμού-Τουρισμού .[/vc_column_text][vc_single_image image=”114873″ img_size=”full”][vc_column_text]Υπήρχε plan b;
Για «φιάσκο της αγέλης» κάνει λόγο ο σύμβουλος στρατηγικής Δημήτρης Τζιώτης, υπεύθυνος για τη Στρατηγική Επικοινωνίας του υπουργείου Τουρισμού, που εφαρμόστηκε από το έτος 2012 έως και το 2019. «Κάθε ελληνικός προορισμός μπορούσε φέτος να πωλείται με ασφάλεια σε διαφορετικά κοινά, σαν κόσμημα», επιμένει εξηγώντας την πρόταση που εκπόνησε και παρουσίασε στις 24 Μαΐου, ωστόσο δεν βρήκε ευήκοα ώτα. «Στην έναρξη της φετινής τουριστικής περιόδου, η Ελλάδα βρισκόταν στην πλεονεκτικότερη θέση παγκοσμίως.
Είχαμε τη δυνατότητα να θέσουμε εμείς τους όρους, να διαμορφώσουμε τα προϊόντα και τις τιμές και να κερδίσουμε χωρίς αντίπαλο ένα μεγάλο μέρος της παγκόσμιας τουριστικής οικονομίας. Η ευκαιρία αυτή δεν θα μπορούσε ποτέ ξανά να παρουσιαστεί. Το μεγάλο στοίχημα ήταν η προσφορά αληθινά ασφαλών εμπειριών σε ασφαλείς προορισμούς. Αυτό μπορούσε να το προσφέρει μόνο η Ελλάδα. Η επιδημιολογική κατάσταση πριν από το άνοιγμα της τουριστικής οικονομίας ήταν αναγκαία προϋπόθεση για την επιτυχία του εγχειρήματος. Δεν ήταν, όμως, σε καμία περίπτωση επαρκής», τονίζει.
«Πρώτα από όλα, ο εξωτερικός τουρισμός στις μεγάλες πόλεις ήταν αναγκαίο να αφεθεί για μία επόμενη φάση, μόνο σε επισκέπτες από μία χώρα για κάθε πόλη, από χώρες με παρόμοια με την Ελλάδα επιδημιολογικά χαρακτηριστικά και υποχρεωτικό τεστ για όλους. Με αυτόν τον τρόπο προστατεύεται το 70% του ελληνικού πληθυσμού και οι παραγωγικοί πυλώνες της οικονομίας. Σε δεύτερο επίπεδο, να διασφαλιστεί η οικονομία του εσωτερικού τουρισμού. Τα μικρότερα νησιά που δεν έχουν διεθνή αεροδρόμια και τα χωριά που δεν διαθέτουν τις στοιχειώδεις υποδομές ενός συστήματος υγείας, ενώ μεγάλο μέρος του πληθυσμού τους ανήκει σε ομάδες υψηλού κινδύνου, να προστατευτούν για τις διακοπές των Ελλήνων, ώστε να μη συνωστίζονται οι Ελληνες στις πόλεις».
Προτείνει να αξιοποιηθεί ως στρατηγικό πλεονέκτημα της χώρας το γεγονός ότι διαθέτει αεροδρόμια σε πολλά νησιά: «Τα αεροδρόμια των δεκαπέντε μεγαλύτερων αυτών νησιών δέχονται 15 εκατομμύρια περίπου επισκέπτες. Αυτοί έπρεπε να είναι οι πρώτοι προορισμοί για τον εξωτερικό τουρισμό, με πρωτόκολλα και μόνο από χώρες με παρόμοια επιδημιολογικά χαρακτηριστικά. Κάθε προορισμός να προωθηθεί στοχευμένα σε μια διαφορετική χώρα. Αντί γι’ αυτό, τοποθέτησαν όλους τους προορισμούς μαζικά, στα ράφια των σούπερ μάρκετ. Εκαναν το ίδιο λάθος που κάνουν τόσα χρόνια με το λάδι. Επειδή δεν ξέρουν να το προωθήσουν, το ξεπουλάνε χύμα».
Για ένα προσωρινά χαμένο στοίχημα, που όμως θα μπορούσε να κερδηθεί στο άμεσο μέλλον, κάνει λόγο και ο Δημήτρης Βασιλείου, σύμβουλος τουριστικών επιχειρήσεων που προτείνει τη μέθοδο των «Ευέλικτων Τουριστικών Προορισμών» για την αντιμετώπιση του Covid-19.
«Η Ελλάδα είναι μια χώρα που έχει συγχρόνως μεγάλη εξάρτηση από τον τουρισμό, μαζί με πολύ διακριτούς προορισμούς, κυρίως νησιωτικούς. Αυτό έπρεπε να μας οδηγήσει στο να αναπτύξουμε μεθοδολογίες εξειδικευμένες για τον τουρισμό με μέτρα πεδίου», μας λέει.
Aποτέλεσμα συνεργασίας δεκαμελούς ομάδας επιστημόνων και επαγγελματιών από πέντε χώρες (Κορέα, Ταϊβάν, Αγγλία, Ελλάδα, Ισπανία), η μεθοδολογία FLATOD-19 βασίζεται στις συστάσεις του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας για προορισμούς που «ανοιγοκλείνουν», και σε πρωτόκολλα που ανέπτυξαν αρχικά οι μεγάλες ξενοδοχειακές μονάδες του Χονγκ Κονγκ, από τις πρώτες που έπρεπε να αντιμετωπίσουν την πανδημία. «Η Ελλάδα άνοιξε τη σεζόν χωρίς να έχει πλάνο πόσους τουρίστες θέλουμε. Δεν μπορεί μια χώρα να λέει “όσο περισσότερους γίνεται” για να σώσουμε τη σεζόν. Αυτό δείχνει έλλειψη στόχου».
Ο ίδιος θεωρεί ότι η Ελλάδα βιάστηκε να ανοίξει τα σύνορα πριν επεξεργαστεί στοχευμένες λύσεις και τώρα πληρώνει το τίμημα. «Η χώρα εξέπεμψε από την αρχή ένα μήνυμα χαλαρότητας, υποτίμησε το πρόβλημα, και τώρα αναγκάστηκε να λάβει πιο αυστηρά μέτρα εκ των υστέρων, που θα μπορούσε να τα αποφύγει αν υιοθετούσε μια δέσμη ήπιων μέτρων, για τους ανοιχτούς χώρους συνάθροισης και για το τουριστικό περιβάλλον γενικότερα. Πρέπει να αρχίσουμε να σκεφτόμαστε περισσότερο με όρους “προορισμού”, μια λέξη της μόδας που όμως δεν μας έχει απασχολήσει όσο θα έπρεπε», καταλήγει, θεωρώντας ότι τα επιδημιολογικά φαινόμενα ήρθαν για να μείνουν και θα καθορίσουν και τους όρους της τουριστικής βιομηχανίας από εδώ κι εμπρός.[/vc_column_text][/vc_column][/vc_row]