«Μαρτυρίες, το Αλάτι μιας Ζωής» του Δ.Π. Σιμόπουλου-Η “Πρωινή” προδημοσιεύει αποκλειστικά αποσπάσματα από το νέο του βιβλίο
Αποκλειστική προδημοσίευση στην Πρωινή αποσπάσματος του νέου βιβλίου του Ηλείου αστροφυσικού Διονύση Σιμόπουλου
Εντός των επόμενων ημερών κυκλοφορεί στα βιβλιοπωλεία της χώρας το νέο βιβλίο του Ηλείου αστροφυσικού Διονύση Σιμόπουλου με τίτλο «Μαρτυρίες, το Αλάτι μιας Ζωής» από τις εκδόσεις Μεταίχμιο
Σήμερα η Πρωινή προδημοσιεύει αποκλειστικά αποσπάσματα από τα δυο πρώτα κεφάλαια του βιβλίου
Τα Πριμαρόλια των σταφιδέμπορων
Η πρώτη παιδική σας ανάμνηση που έρχεται στο μυαλό σας ποια είναι;
Η απόλυτα παιδική ανάμνηση είναι αυτή ενός κόκκινου χειροποίητου ξύλινου τρίτροχου με το οποίο κυκλοφορούσα στη Πάτρα πριν φύγουμε για την Κυπαρισσία, το οποίο μου είχαν πάρει οι γονείς και η θεία μου παρ’ όλες τις στερήσεις της εποχής εκείνης. Για μένα έχει γίνει κάτι σαν το «Rosebud» στην κινηματογραφική ταινία «Πολίτης Κέιν». Θυμάμαι επίσης δύο πανέμορφα αρχοντικά που βρίσκονταν απέναντί μας, πνιγμένα κυριολεκτικά στο γιασεμί και στις αναρριχώμενες κατάλευκες τριανταφυλλιές, όταν η Πάτρα μοσχομύριζε ακόμη από το αγιόκλημα και το γιασεμί. Ο κόσμος μου ήταν η Πάτρα, μια πόλη με ιστορία 4.000 ετών γιατί υπήρξε ένα σημαντικό κέντρο από την Μυκηναϊκή ακόμη εποχή, ενώ αργότερα στην αρχαιότητα αποτέλεσε σημαντικό μέλος της Αχαϊκής Συμπολιτείας.
Μετά την επανάσταση του 1821, πάνω στα ερείπια που άφησε πίσω της, δημιουργήθηκε η σύγχρονη και άψογη ρυμοτομία της κάτω πόλης που σχεδίασε το 1829 ο μηχανικός του γαλλικού στρατού Σταμάτης Βούλγαρης κατ’ εντολή του Ιωάννη Καποδίστρια, αν και υλοποιήθηκε δύο δεκαετίες αργότερα με αρκετές τροποποιήσεις. Από τις πρώτες πάντως δεκαετίες μετά την απελευθέρωση η Πάτρα αναπτύχθηκε ως ένα σπουδαίο εμπορικό και βιομηχανικό κέντρο και το κύριο εξαγωγικό λιμάνι για την αγροτική παραγωγή της σταφίδας από τα μέσα ακόμη του 19ου αιώνα.
Οι σταφιδέμποροι της κορινθιακής μαύρης σταφίδας ανταγωνίζονταν για το ποιος θα προλάβει να στείλει πρώτος με τα Πριμαρόλια την καλύτερη σταφίδα του κόσμου στα λιμάνια της Δυτικής Ευρώπης. Πριμαρόλια ονομάζονταν τα πρώτα σημαιοστολισμένα καράβια που φορτώνονταν και έφευγαν, με γιορτές, μουσικές και πανηγύρια, φωτοβολίδες και κανονιές, γεμάτα ελπίδες για καλές τιμές και ανταμοιβή των κόπων των παραγωγών. Επιστρέφοντας έφερναν “πλούτον και πολιτισμόν από την Εσπερίαν“ όπως έλεγαν. Κι έτσι η Πάτρα για πάνω από 150 χρόνια ήταν ένα σπουδαίο κοσμοπολίτικο αστικό κέντρο με δημοτικό ηλεκτροφωτισμό και ηλεκτροκίνητο τραμ.
Με χρηματοδότηση από την ανάπτυξη του εμπορίου της σταφίδας κατασκευάστηκε επίσης το 1872 το Δημοτικό Θέατρο Απόλλων πάνω σε σχέδια του Ερνστ Τσίλλερ ως μια μικρογραφία της Σκάλας του Μιλάνο. Τα τελευταία χρόνια χτίστηκε επίσης και ο Ναός του Αγίου Ανδρέα, η μεγαλύτερη εκκλησία των Βαλκανίων, ενώ το πιο πρόσφατο κτίσμα της Πάτρας είναι η Γέφυρα «Χαρίλαος Τρικούπης», η μεγαλύτερη καλωδιακή γέφυρα πολλαπλών ανοιγμάτων στον κόσμο. Στις παρυφές της πόλης ο Πύργος της Αχάια Κλάους είναι το πρώτο ελληνικό οινοποιείο που χτίστηκε το 1861 και φυλάσσει από το 1873 μέχρι σήμερα τα ξυλόγλυπτα βαρέλια παλαίωσης της φημισμένης Μαυροδάφνης.
Στα χρόνια που μείνατε στη Πάτρα ποιες ήταν οι γειτονιές σας;
Η πρώτη μας γειτονιά ήταν το σπίτι της θείας Γεωργίας, στο ισόγειο ενός πανέμορφου διώροφου αρχοντικού που υπάρχει ακόμη αλλά σε οικτρή κατάσταση στη γωνία Καραϊσκάκη και Βότση, κάτω από την Παντάνασσα. Στο πέρασμα όμως του χρόνου μείναμε σε άλλες δύο γειτονιές που είχαν το δικό τους ενδιαφέρον. Η δεύτερη γειτονιά ήταν στα Λουτρά (Καρατζά και Νικήτα) μερικά μέτρα από τα σπίτια της Πόλυ Πάνου και του Σπύρου Παπαβασιλείου. Ο Σπύρος, τρία χρόνια μεγαλύτερός μου, ήταν εξαιρετικός συνθέτης 600 τουλάχιστον τραγουδιών όπως ‘Καλοκαίρια και Χειμώνες’, ‘Σ αγαπώ σαν αμαρτία’, και το αγαπημένο μου, λόγω συζύγου, ‘Όμορφή μου Κατερίνα’. Η τρίτη γειτονιά ήταν στην οδό Σαχτούρη απ’ όπου κι έφυγα για Αμερική. Το σπίτι βρίσκονταν 30 μέτρα από τον φούρνο του Θωμά. Και όμως ένας φούρνος μπορεί να είναι φοβερή ανάμνηση για ένα παιδί εκείνης της εποχής…!
Ποια ήταν η “ατμόσφαιρα” στην κοινωνία της Πάτρας όταν μεγαλώνατε; Ποια ήταν η γενική αίσθηση;
Δυστυχώς, η δεκαετία του ’50 για την Πάτρα ήταν μία περίοδος παρακμής, μετά την περίοδο δόξας και ευημερίας, την βιομηχανική και εμπορική άνθηση της δεκαετίας του ’20-’30. Την δεκαετία του ’50, μετά τηνκαταστροφή της Κατοχής και του Εμφυλίου πολέμου, είχαν αρχίσει να φαίνονται σοβαρά δείγματα παρακμής, όμως εμείς, ως παιδιά και έφηβοι, δεν το καταλαβαίναμε, για εμάς η Πάτρα ήταν κυριολεκτικά Παράδεισος. Ένας Παράδεισος στον οποίον σχεδόν δεν υπήρχαν αυτοκίνητα, νομίζω ότι τα ιδιωτικά αυτοκίνητα τότε, δεν υπερέβαιναν τα 3-4 κάποιων πολύ πλούσιων οικογενειών. Ένας Παράδεισος όπου οι συμμαθητές μου στο δημοτικό, και αργότερα στο γυμνάσιο, ήταν κυρίως φτωχοί άνθρωποι, από οικογένειες που τα έφερναν βόλτα με δυσκολία ακόμη και για το φαγητό τους, και κάποιοι λίγοι πιο εύρωστοι οικονομικά και μερικοί αρκετά πλούσιοι. Όμως σε εμάς τα παιδιά δεν φαινόταν η διαφορά. Παρόλο που υπήρχε μεγάλη κοινωνικό-οικονομική διαφορά ανάμεσα στις οικογένειες, όταν έφτανε κάτω στα παιδιά, αυτές οι διαφοροποιήσεις ισοπεδώνονταν. Είχα φίλους, για παράδειγμα, που οι γονείς τουςήταν ιδιοκτήτες βιομηχανιών που έχουν παραμείνει ως brand ονόματα ακόμη και σήμερα και ορισμένοι άλλοι μιας οικονομικής και κοινωνικής επιφάνειας, πολύ ανώτερης ημών των υπολοίπων. Εμείς όμως τότε δεν βλέπαμε τη διαφορά.
Σχολικές επιδόσεις
Η συμπεριφορά σας ως παιδί ποια ήταν;
Όπως και κάθε παιδί της γενιάς μου ήμουν λίγο άτακτος, αλλά σεβαστικός. Μάλιστα θυμάμαι ένα περιστατικό που διηγούνταν αργότερα η θεία μου, με την οποία διέμενα μερικούς μήνες πριν επιστρέψουν και οι γονείς μου στην Πάτρα, όταν είχε πάει στο σχολείο (το 3ο Δημοτικό της Πάτρας) για να ρωτήσει πώς τα πάω και ο διευθυντής του σχολείου, ο αείμνηστος Αθανάσιος Μπακρόζης, της είπε ότι ήμουν «υπόδειγμα υπάκουου, καλού και επιμελούς μαθητή». Η θεία μου, που με γνώριζε από πρώτο χέρι, τον κοίταξε παραξενεμένη και τον ρώτησε: «Κύριε Μπακρόζη, είσαστε βέβαιος ότι μιλάμε για το ίδιο παιδί, γιατί στο σπίτι δεν είναι και τόσο υπάκουος;»!!! Οπότε και ο αείμνηστος δάσκαλός μου της εξήγησε ότι κάπου πρέπει να ξεσπάνε και τα παιδιά κι αυτό είναι καλύτερο να γίνεται στο σπίτι κι όχι εκτός αυτού.
Από πλευράς σχολικών επιδόσεων πως τα πηγαίνατε;
Δεν μπορώ να πω, και στο Δημοτικό και στο εξατάξιο τότε Γυμνάσιο ήμουν αυτό που θα λέγαμε «καλός μαθητής», αλλά όχι και αετός. Αυτό άλλωστε αποδείχτηκε και στις εισαγωγικές εξετάσεις στη Σχολή Μηχανικών Αεροπορίας, τη ΣΜΑ, που είχα δώσει το 1961 και στην οποία συμμετείχαμε κάθε χρόνο 650 περίπου παιδιά, αλλά εισάγονταν μόνο 14, κυριολεκτικά οι αετοί απ’ όλη τη χώρα. Για παράδειγμα ένας συμμαθητής μου στο 3ο Πρακτικό Γυμνάσιο της Πάτρας, παρόλο που κι αυτός απέτυχε την πρώτη χρονιά, εντούτοις ήταν ένας από τους 14 της επόμενης χρονιάς, όταν εγώ προετοιμαζόμουν ήδη να φύγω για την Αμερική. Γιατί ο Κώστας Καρανταλής ήταν όντως αετός!
Αλήθεια σ’ εκείνη την ηλικία είχατε άραγε κάποιον ιδιαίτερο ήρωα ως πρότυπο;
Οι διάφορες εκδηλώσεις που έκανε η Ομάδα Ανιχνευτών του 2ου Συστήματος Προσκόπων με Αρχηγό τον πολύ αγαπητό και αξέχαστο πάνθηρα Κώστα Δόντα είχε μεγάλη επίδραση στην διάπλαση του χαρακτήρα και της προσωπικότητάς μας. Απ’ αυτόν μάθαμε να αγαπάμε την ποίηση και γενικότερα την λογοτεχνία μας σ’ εκείνα τα απαράμιλλα λογοτεχνικά βραδινά στην φιλόξενη λέσχη τους που ήταν ανοιχτή σε όλους. Τότε ήταν που γνώρισα για πρώτη φορά τα υπέροχα ποιήματα του Ουράνη και του Καβάφη, τον Καζαντζάκη και τον Βενέζη, ανθρώπους και έργα που δεν μας μάθαιναν στο σχολείο, όπως θά ‘πρεπε. Από τότε ήμουν λάτρης δύο κυρίως βιβλίων του Νίκου Καζαντζάκη, το «Salvatores Dei» ή «Ασκητική» και το «Αναφορά στον Γκρέκο», που είχε μόλις τότε κυκλοφορήσει για πρώτη φορά και το οποίο αγόρασα με το χαρτζιλίκι μου αρκετών μηνών.
Την ίδια εκείνη περίοδο έπεσαν στα χέρια μου ένα ποίημα του Κίπλινγκ με τίτλο “Εάν” αλλά και τα ποιήματα του Καβάφη. Οπότε ήλθαν κι έδεσαν το “Εάν” και η “Ιθάκη”! Ένα μίγμα σαν “ατομική βόμβα” για έναν νεαρό έφηβο που προσπαθούσε να βρει τον δρόμο του στον κόσμο! Κι έτσι ο ποιητικός αυτός συνδυασμός έγινε έκτοτε το μοντέλο μου, το πρότυπο της ζωής και σκέψης που ήθελα να ζήσω. Γιατί αυτό που μου άρεσε τότε δεν ήταν κάποιο συγκεκριμένο επάγγελμα, αλλά πως θα λειτουργούσα εγώ μέσα σ’ αυτό. Γιατί ό,τι κι αν θα έκανα θα το έκανα με το ίδιο “ψώνιο”, με την ίδια αφοσίωση και τον ίδιο ενθουσιασμό μετατρέποντας την δουλειά μου σε χόμπι. Και θα το έκανα γι’ αυτό ακριβώς που αποφάσισα τότε, όταν ήμουν 13-14 ετών κι όχι για όσα έπραξα μετέπειτα στη ζωή μου.
Αλλά και γενικότερα για να καταλάβεις την μανία μου για το διάβασμα αρκεί να σου πω πως από 14 ετών και μετά απέκτησα ένα κάπως παράξενο χόμπι. Ο πατέρας μου είχε πάρει σιγά-σιγά σε εβδομαδιαία τεύχη, την εγκυκλοπαίδεια «Ήλιος». Αυτά τα τεύχη ήταν τόσα πολλά που όταν δέθηκαν προέκυψαν καμία εικοσαριά τεράστιοι σε μέγεθος τόμοι. Όπως ήταν επάνω στη βιβλιοθήκη οι τόμοι, έκλεινα τα μάτια και τράβαγα έναν τυχαία. Αυτόν τον τόμο τον άνοιγα πάλι σε κάποια τυχαία σελίδα, και άρχισα να διαβάζω τα λήμματα, το ένα πίσω από το άλλο, όποια και αν ήταν, είτε μίλαγαν για Γεωγραφία, είτε για Ιστορία, είτε για κοκκινογούλια, εγώ το διάβαζα. Και μόνο για εκείνα τα βιβλία αλλά και την τόσο παράξενη συνήθεια για ένα παιδί, να διαβάζει την εγκυκλοπαίδεια σαν μυθιστόρημα, θα έλεγα πως το μυαλό μου θα γυρνάει πάντα με αγάπη πίσω στην Πάτρα».
Οι «Αγκινάρες» του Θανάση Κούστα
«Για να σου γνωρίσω την Πάτρα της παιδικής μου ηλικίας έλα να καθίσουμε μαζί στις ξύλινες εξέδρες του μόλου ένα ζεστό αυγουστιάτικο απόγευμα. Έλα να δούμε στα «Μαραγκοπούλεια» νεαρούς κολυμβητές να αγωνίζονται μέσα στη σκοτεινή θάλασσα… Να κυνηγήσουμε την καταβρεχτήρα του δήμου που βγαίνει κάθε απόγευμα και δροσίζει τους πυρωμένους χωμάτινους δρόμους, για να πιτσιλιστούμε και να αναπνεύσουμε την αχνούρα του βρεγμένου χώματος. Έλα να πάμε στου Μαρούδα από νωρίς να πιάσουμε θέση στους ξύλινους πάγκους για να διασκεδάσουμε με τον Καραγκιόζη. Κι όταν τελειώσει η παράσταση και έχουμε χορτάσει γέλιο, θα κατηφορίσουμε προς την πλατεία Ομονοίας να μοιραστούμε μια μερίδα πατάτες με ολίγη μουστάρδα.
Και μετά να γευτούμε τα φυλλαράκια και την καρδιά από μια άγρια αγκινάρα βουτηγμένη στο αλάτι, στο σιδερένιο στρογγυλό τραπέζι στα Ψηλαλώνια… που ο πλανόδιος πωλητής με το καλαθάκι τις σερβίριζε πάνω σε μικρά κομμάτια χαρτιού, λεπτού σαν τσιγαρόχαρτο, βάζοντας δίπλα και λίγο ψιλό αλάτι. Στο τέλος της άνοιξης, οι πλανόδιοι πωλητές με ένα καλάθι πούλαγαν, επίσης, φρέσκα λευκά αμύγδαλα [τα τσίγδαλα] και τσίτσιρι, που ήταν χλωρά ρεβίθια σε ματσάκια… Κι αμέσως μετά η απαραίτητη βόλτα μας στους χειμερινούς κινηματογράφους (στο Ιντεάλ, την Τιτάνια και το Ρεξ, στο Πάνθεον, το Άστυ και την Αίγλη) ή ακόμη και στους πρώιμους καλοκαιρινούς (στον Έσπερο και το Ζενίθ, στην Αλάμπρα και την Όαση) για να δούμε στις προσθήκες τους ποια ήταν τα νέα έργα που έπαιζαν. … Γιατί είναι σίγουρο ότι εμείς τα παιδιά των χρόνων της μεταπολεμικής περιόδου, ζώντας μέσα σε στερήσεις, νιώθαμε πιο έντονη την ανάγκη να καταφεύγουμε στο όνειρο για να βαδίσουμε με αργά και σταθερά βήματα προς το αύριο.»
«Περιπέτειες ωραίες, αναμνήσεις ζωηρές», Γιώργος Δάσιος, Ακαδημαϊκός
«Ο Σάκης θεωρεί ότι οι συνθήκες της επιστροφής του στην Ελλάδα ήταν η συνισταμένη ορισμένων τυχαίων γεγονότων. Αλλά στην επιστήμη γνωρίζουμε ότι με τον όρο τυχαιότητα εκφράζουμε το μέτρο της άγνοιάς μας για τα γεγονότα. Συνεπώς, τίποτα δεν ήταν τυχαίο, όλα ήταν νομοτελειακά και η εξαιρετικά επιτυχημένη θητεία του στο Ευγενίδειο Ίδρυμα επιβεβαιώνει αυτή την νομοτέλεια. Κι εδώ θα ήθελα να σχολιάσω ότι η σεμνότητα που χαρακτηρίζει το Σάκη έχει βρει διέξοδο πολλές φορές στην τύχη αφού την επικαλείται κάθε φορά που επαινούν το έργο του, ή τις επιτυχίες του. Έχω διαβάσει, ή ακούσει, σχεδόν όλες του τις συνεντεύξεις και είναι καταπληκτικό το γεγονός ότι δεν αναλαμβάνει πλήρως καμία επιτυχία του, πάντα την επιμερίζει στους συνεργάτες του, πάντα ήταν τυχερός για τον ένα ή τον άλλο λόγο, λες και η τύχη ήταν πάντα ο προστάτης άγγελός του.
Εδώ θα γίνω λίγο συναισθηματικός για να περιγράψω τη μεγάλη ευαισθησία του Σάκη σε ότι αφορά στην παιδική και εφηβική ζωή του στην Πάτρα. Συχνά αναφέρεται με μεγάλη νοσταλγία στα τέλη της δεκαετίας του ‘50 και στις αρχές της δεκαετίας του ‘60, όπου από το Κάστρο της Πάτρας έβλεπες όλα τα σπίτια με κεραμοσκεπές και ψηλά δένδρα στις αυλές τους, όπου το αγιόκλημα όχι μόνο το μύριζες αλλά δεν είχες παρά να σηκωθείς στα δάκτυλα των ποδιών σου και τεντώνοντας τα χέρια να κόψεις ένα κλαράκι από ένα μπαλκόνι, καθώς περνούσες στο δρόμο, όπου σε ημικεντρικούς δρόμους παίζαμε παιχνίδια σηκώνοντας σκόνη, αφού μόνο οι κεντρικοί δρόμοι ήταν ασφαλτοστρωμένοι, και το καλοκαίρι περνούσαν τα βυτιοφόρα του Δήμου και κατάβρεχαν τους δρόμους για να περιορίσουν τη σκόνη και να μπορεί ο κόσμος να κάνει βόλτες»