Τα φουγάρα του γίγαντα
Γράφει ο Παναγιώτης Γκαμούρας
Μετά από πολλά χρόνια επισκέφτηκα την περιοχή του εργοστασίου του Ξυστρή. Έχει εγκαταστήσει ο δήμος μια πολύχρωμη λιτή παιδική χαρά που δίνει μια άλλη χροιά στο σκουριασμένο φόντο.
Περπάτησα λίγο μέσα στο “απαγορευμένο” μέρος όσο επαιζαν τα μικρά μου και σχεδόν μου ήρθε ξανά η χαρακτηριστική μυρωδιά από ντομάτα που κάποτε έφτανε ως το παλιό νοσοκομείο. Εκείνες οι δεξαμενές στέκονται ακόμα σαν σιδερένιοι γίγαντες, σαν να προστατεύουν τον παλιό εσωτερικό κόσμο από το νέο εκεί έξω. Θυμήθηκα ακόμα ότι από το σπίτι των παππούδων μου, που ήταν σχεδόν δίπλα, άκουγα τις μηχανές να ξεκινούν στην νυχτερινή βάρδια.
Όταν έμενα στο σπίτι τους για κάποια βράδια, μου έλεγε ο παππούς μου: “Έλα ,έλα να ακούσεις τον γίγαντα που βάζει μπροστά τις μηχανές” και σταματούσα το παιχνίδι ή τους τσακωμούς με την αδερφή μου και έκανα ησυχία. Ίσως η μοναδική ώρα της ημέρας. Και περίμενα, αφουγκραζόμουν τον αέρα που σα να ήθελε να παίξει και αυτός το παιχνίδι και έκοβε και αυτός. Τότε ο παππούς μου κοιτούσε το ρολόι του και έλεγε: “να τώρα ξεκινά” και πραγματικά εκείνη την στιγμή ακουγα έναν δυνατό θόρυβο σαν να σέρνονται βαριές αλυσίδες.
Φανταζόμουν τον γίγαντα να σηκώνει τις μηχανές βάζοντας τιτάνια δύναμη και γυρνώντας τους μοχλούς έναν έναν. Και οι μηχανές ξεκινούσαν. Ο παππούς μου έλεγε ότι τον είχε δει μια φορά τον γίγαντα, αλλά δεν έβγαινε έξω από το εργοστάσιο ποτέ. Γι’ αυτό και εγώ κάποιες μέρες που με έπαιρνε μαζί ο παππούς μου με την άμαξα γεμάτη ντομάτες για να τις παραδώσει στο εργοστάσιο, κοιτούσα συνέχεια μέσα από τα τζάμια μην πετύχω τον γίγαντα.
Μια φορά είχα πηδήξει κάτω από την άμαξα, ενώ μιλούσε ο παππούς με τον πυλάρχη και πήγα ένα ένα σε κάθε τζαμί που έφτανα. Κολλούσα την μούρη μου πάνω στο τζάμι, έβαζα και τα χέρια μου γύρω από το πρόσωπο μου για να εμποδίζω τον ήλιο. Αλλά τίποτα. Ποτέ δεν τον είδα. Μόνο τον άκουγα. Κάθε βράδυ. Μετά γυρίζαμε σπίτι πάνω στην ξύλινη άμαξα με το γέρικο κόκκινο Ντορύ. Πόσο δεν άντεχα εκείνη την μυρωδιά. Ντομάτες. Αργότερα στην εφηβεία, το μέρος στον Ξυστρή ήταν η περιοχή που κρυβόμασταν να καπνίσουμε κρυφά μετά το φροντιστήριο ή να παίξουμε αργά την νύχτα κάποιο παιχνίδι θάρρους. “Πήγαινε μέσα, ρίξε μια πέτρα στα τζάμια και βγες σε ένα λεπτό “. Λίγοι το καταφέραμε, γιατί και μόνο που έμπαινες στον εμβληματικό χώρο, άκουγες τις λαμαρίνες να τρίζουν και τον αέρα να χαϊδεύει σιγοτραγουδώντας στα σπασμένα τζάμια και ήδη είχες φανταστεί ζόμπι, βρικόλακες και σκυλιά της κολάσεως από το Resident Evil I να ξεπηδούν από τις χάλκινες δεξαμενές. Και τρέχαμε.
Και τώρα σαν μπαμπάς βρίσκομαι πάλι εδώ, αλλά πλέον δεν τρέμω τις δεξαμενές μην πεταχτούν τα ζόμπι, ούτε με ενοχλεί ο ήχος από της μηχανές και η μυρωδιά της ντομάτας, ούτε φοβάμαι τα φουγάρα του γίγαντα. Όχι τόσο πολύ δλδ…
Η σχετική ανάρτηση του Π. Γκαμούρα: