10 χρόνια άστεγος στους δρόμους της Αθήνας!: Συγκλονίζει ο Φώτης Αδαμόπουλος από το Ξηροχώρι Ζαχάρως
[vc_row][vc_column][vc_single_image image=”125623″ img_size=”full”][vc_column_text]
ο Φώτης Αδαμόπουλος με την Ντορέτα Παπαδημητρίου και τον Λεωνίδα Κακούρη, τους ηθοποιούς που έγιναν πωλητές της “Σχεδίας” για μια ώρα
[/vc_column_text][vc_column_text]Με… «Σχεδία» την κοινωνική παρέμβαση και τον πολιτισμό, «ζουν περιπλανώμενοι» στους δρόμους της Αθήνας. Δεκάδες άστεγοι, φορούν το κόκκινο τους γιλέκο και το πλατύ τους χαμόγελο και περιμένοντας τη δική μας καλημέρα, ετοιμάζονται να πουλήσουν τη ”Σχεδία”, ως πωλητές του περιοδικού που στηρίζει τους κλοσάρ της πρωτεύουσας, προσφέροντάς τους ένα ποσοστό των κερδών. Πρόσφατα, το περιοδικό «Σχεδία» απέκτησε το δικό του σπίτι. . Ένα καφέ, μπαρ εστιατόριο που δίνει τη δυνατότητα σε άστεγους να φύγουν από το δρόμο και να εργαστούν υπό κανονικές συνθήκες.
Ο Φώτης Αδαμόπουλος, ένας συμπατριώτης μας από το Ξηροχώρι της Ζαχάρως, είναι ένας από αυτούς τους βασανισμένους ανθρώπους που η ανεργία, η κακοτυχία και τα τερτίπια της ζωής, τον άφησαν στο δρόμο. Έμεινε χωρίς δουλειά το 2010. Το 2018 κοιμόταν για τρεις μήνες σε ένα παγκάκι. Τότε γνώρισε τη Σχεδία, έγινε πωλητής του περιοδικού και άλλαξε όλη του η ζωή του…
Η αφήγησή του, συγκλονιστική:
«Γεννήθηκα το 1954 σε ένα πανέμορφο καταπράσινο χωριουδάκι, το Ξηροχώρι Ζαχάρως στο νομό Ηλείας. Με ξεγέννησε η γιαγιά μου, που ήταν η μαμή του χωριού. Όταν ήμουν έξι μηνών ήρθα με τη μητέρα μου να μείνουμε στην Αθήνα και ύστερα από ένα χρόνο μας ακολούθησε και ο πατέρας. Υποβλήθηκα σε εγχείρηση γιατί έπασχα από βαριάς μορφής ραιβοποδία, τα πόδια μου ήταν στραβά. Δεν περπάτησα παρά σε ηλικία τεσσεράμισι χρόνων, ενώ φορούσα ορθοπεδικά μποτάκια με λάμες για να μου κρατούν τα πόδια ίσια. Τα παιδικά μου χρόνια στο Θησείο ήταν μέσα στη στέρηση. Το πρωινό μου ήταν μια βρεγένη φέτα ψωμί με λίγη ζάχαρη. Ήδη από μαθητής του δημοτικού, εργαζόμουν τα καλοκαίρια ως βοηθός σερβιτόρου σε έναν κινηματογράφο, για να έχω ένα μικρό χαρτζιλίκι. Όνειρό μου ήταν να γίνω ποδοσφαιριστής, είχα ξεκινήσει και προπονήσεις με τους μικρούς του Παναθηναΐκού, αλλά δεν με άφησε να συνεχίσω η μητέρα μου. Φοβόταν λόγω του προβλήματος που είχα με τα πόδια μου. Το δεύτερο όνειρό μου ήταν να γίνω φιλόλογος –λάτρευα τα αρχαία και τη γραμματική–, ούτε και αυτό, όμως, έμελλε να πραγματοποιηθεί. Σε ηλικία δεκαπέντε χρόνων, σταμάτησα το σχολείο για να δουλέψω στη χαρτοποιία Σόφτεξ, όπου ήταν εργάτης και ο πατέρας μου. Δυο χρόνια αργότερα, αποφάσισα να τα παρατήσω, καθώς έπαθα εργατικό ατύχημα. Ένα βαρύ σίδερο μου έσπασε τα δάχτυλα των ποδιών. Μετά την απόλυσή μου από το στρατό, εργάστηκα ως υπάλληλος στον «Κλαουδάτο», ώσπου, το 1978, μπήκα ως κλητήρας στην Εθνική Τράπεζα. Μετά την πρόσληψή μου στην τράπεζα, κατόρθωσα να τελειώσω το νυχτερινό. Μου είχε μείνει καημός.
Μετά την αποφοίτησή μου από το σχολείο, συμμετείχα σε διαγωνισμό και μετατάχθηκα στον λογιστικό κλάδο της τράπεζας. Το 1981, θα έρθει και ο πρώτος μου γάμος και δύο χρόνια αργότερα η γέννηση της πρώτης μου κόρης, της Αναστασίας. Ο γάμος, όμως, δε στέριωσε. Το 1986, ήρθε ο χωρισμός, ενώ και το δικαστήριο μού ανέθεσε την κηδεμονία. Μεγάλωνα την κόρη μου μαζί με τη μητέρα μου. Το 1991, ξαναπαντρεύτηκα και το 1992 ήρθε στη ζωή η δεύτερη κόρη μου, η Ευαγγελία. Ήταν Οκτώβριος του 1994, βρισκόμουν στη δουλειά, όταν με ειδοποιούν από το σχολείο της κόρης μου ότι λιποθύμησε στο μάθημα της γυμναστικής. Τελικά, είχε πάθει ανακοπή, ενώ ένα μήνα αργότερα έπαθε και δεύτερη. Διαγνώστηκε με ιδιοπαθή πνευμονική υπέρταση. Πήγαμε σε νοσοκομείο στην Αγγλία. Έπρεπε να υποβληθεί σε μεταμόσχευση καρδιάς και πνευμόνων. Απαιτείτο να μπει σε λίστα αναμονής μέχρι να βρεθούν τα μοσχεύματα. Δεν πρόλαβε, όμως. Έφυγε από τη ζωή τον Αύγουστο του 1995. Είναι μια πληγή, που ακόμη αιμορραγεί και δεν πρόκειται ποτέ να κλείσει ποτέ. Μετά το θάνατό της ξεκίνησε και η κάτω βόλτα για μένα. Η απώλεια της θέσης μου στην τράπεζα, το 1997, ήταν συνάρτηση του χαμού του παιδιού μου. Στη συνέχεια, δούλεψα ως σερβιτόρος, ενώ βοηθούσα και τον πεθερό μου, που είχε βγάλει άδεια μικροπωλητή εκκλησιαστικών ειδών. Από το 1999 και για τα επόμενα χρόνια, μέχρι την πτώχευσή της, εργάστηκα σε μία εταιρεία catering, ως υπεύθυνος τροφοδοσίας. Το 2010, χώρισα και με τη γυναίκα μου. Έψαχνα για δουλειά, αλλά όλοι μου έκλειναν την πόρτα λόγω ηλικίας.
Το 2018 έβαλα τα πράγματά μου σε δυό σάκους και βγήκα στο δρόμο!
Αναγκάστηκα να επιστρέψω να μείνω μαζί με τους γονείς μου.Το 2016 όμως , τους έχασα και τους δύο. Μετά το θάνατό τους, πήγα να μείνω με την αδερφή μου στον Κολωνό. Καποια στιγμή, ένιωσα ότι είχα αρχίσει να της γίνομαι βάρος. Ήταν Αύγουστος του 2018, όταν έβαλα τα πράγματά μου σε δυο σάκους και βγήκα στο δρόμο. Τα βράδια κοιμόμουν σε ένα παγκάκι κοντά στην εκκλησία στου Αγίου Κωνσταντίνου στη Λένορμαν και τη μέρα ανηφόριζα στο λόφο του Κολωνού. Ένιωθα αόρατος, σαν να είχα χάσει τη γη κάτω από τα πόδια μου. Καθόμουν κι έκλαιγα κι έλεγα: «Φώτη, πού είναι η αξιοπρέπειά σου;». Στο παγκάκι έκανα δυνατές φιλίες, άνθρωποι που μου στάθηκαν, πραγματικά. Όπως ένα ζευγάρι, η Μυρτώ –από την οποία κι έμαθα για τη «σχεδία»– και ο Δημήτρης, που μου πλήρωναν τον καφέ ή ο Γιώργος, που μου έφερνε φαγητό από το σπίτι του. Όταν έμαθε την κατάστασή μου ένας παλιός μου συμμαθητής από το δημοτικό, μου έβαλε τις φωνές που δεν του είχα πει τίποτα. Από τον Οκτώβριο μένω στο εργοστάσιο που διατηρεί στο Περιστέρι. Εκείνος ήταν που μου ξαναθύμησε τη «σχεδία».
Ξεκίνησα στη «σχεδία», το Νοέμβριο του 2018. Όταν πούλησα το πρώτο μου περιοδικό, αισθάνθηκα ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος τους κόσμου. Ήταν τα πρώτα μου χρήματα εδώ και πάρα πολύ καιρό. Χάρη στη «σχεδία», ξαναβρήκα τον εαυτό μου, ανέκτησα την αυτοπεποίθηση και την αξιοπρέπειά μου, έγινα πάλι ένα γρανάζι της κοινωνίας. Με περιβάλλουν με τόση αγάπη, που σκέφτομαι πώς θα αποχωριστώ τη «σχεδία», όταν, με το καλό, του χρόνου βγω στη σύνταξη.[/vc_column_text][/vc_column][/vc_row]