Πλειστηριασμοί: “Φρένο” σε κατασχέσεις για τραπεζικά χρέη μικρότερης αξίας των ακινήτων
Τέλος στην πρακτική των τραπεζών και των εισπρακτικών εταιρειών να προχωρούν σε κατασχέσεις ακινήτων πελατών-οφειλετών τους για χρέη από δάνεια ή πιστωτικές κάρτες που το ύψος τους είναι υποπολλαπλάσιο της αξίας των ακινήτων, βάζει απόφαση που εξέδωσε πρόσφατα το Ειρηνοδικείο Αθηνών.
Μάλιστα η απόφαση ισχύει και στις περιπτώσεις που οι δανειολήπτες δηλώνουν ότι έχουν τα χρήματα για να εξοφλήσουν ολοσχερώς τις οφειλές τους.
Πρόκειται για την υπ’ αριθμόν 1036/2022 απόφαση του Ειρηνοδικείου Αθηνών, η οποία αναμένεται να αποτελέσει «πιλότο» και για άλλες παρόμοιες διενέξεις μεταξύ τραπεζών – εισπρακτικών και δανειοληπτών.
Με την απόφαση αυτή, έγινε δεκτή αίτηση ανακοπής που υπέβαλε στις 22 Ιουνίου 2022 δανειολήπτρια – πελάτισσα μιας συστημικής τράπεζας κατά εκθέσεως αναγκαστικής κατασχέσεως και κατά επίσπευσης πλειστηριασμού επί ακινήτου ιδιοκτησίας της.
Το αιτιολογικό
Η αίτηση έγινε δεκτή με το αιτιολογικό ότι η επιβολή της κατάσχεσης και του πλειστηριασμού είναι καταχρηστική, καθώς υφίσταται προφανής δυσαναλογία μεταξύ της αξίας του κατασχεθέντος περιουσιακού στοιχείου και του ύψους του οφειλόμενου ποσού, και ότι, ως εκ τούτου, η άσκηση του δικαιώματος επιβολής της κατάσχεσης έγινε «με κακοβουλία κατά τρόπο αντίθετο προς τα χρηστά ήθη ή την καλή πίστη…».
Ουσιαστικά, η ανακοπή έγινε δεκτή, η κατάσχεση του ακινήτου ακυρώθηκε και ο πλειστηριασμός ματαιώθηκε από το δικαστήριο, επειδή διαπιστώθηκε ότι η αξία του κατασχεθέντος ακινήτου ήταν σχεδόν εξαπλάσια της οφειλής και επειδή η οφειλέτρια είχε προτείνει την πλήρη αποπληρωμή του χρέους της, αλλά η εταιρία διαχείρισης της οφειλής το αρνήθηκε.
Αίτηση ανακοπής
Σύμφωνα με τις πληροφορίες, η απόφαση εκδόθηκε, ειδικότερα, έπειτα από αίτηση ανακοπής μιας δανειολήπτριας, η οποία στράφηκε όχι μόνο κατά της τράπεζας από την οποία έλαβε το δάνειο, αλλά και κατά της ανώνυμης εταιρείας διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια, η οποία είχε οριστεί διαχειρίστρια των απαιτήσεων μιας άλλης, ιρλανδικής εταιρίας ειδικού σκοπού, προς την οποία η δανείστρια τράπεζα είχε μεταβιβάσει την απαίτησή της από την προσφεύγουσα.
Η αιτούσα την ανακοπή δανειολήπτρια υποστήριξε, επίσης, ότι η συμπεριφορά αυτή «υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος», καθώς η διαχειρίστρια της απαίτησης εταιρεία «κωφεύει στα αιτήματά της» και, αρνούμενη να εξοφληθεί, της «προκαλεί ζημία που πλήττει την περιουσία της και έχει σκοπό την οικονομική της εξαθλίωση».