Όταν κατέβηκε η χιτλερική σημαία από την Αρχαία Ολυμπία…
-Η «Πρωινή» ξεδιπλώνει την ηρωική και ξεχασμένη πράξη αντίστασης τον Αύγουστο του 1941, στην οποία αφιέρωσε βιβλίο ο Γρηγόρης Φαράκος
Του Παναγιώτη Φωτεινόπουλου
Το κατέβασμα της χιτλερικής σημαίας από τη Γερμανική Αρχαιολογική Αποστολή στην Αρχαία Ολυμπία τον Αύγουστο του 1941 παραμένει μέχρι και σήμερα μία από τις πιο ηρωικές αλλά «ξεχασμένες» πράξεις αντίστασης που σημειώθηκαν στα χρόνια της Κατοχής. Με αφορμή την 50ή επέτειο της εξέγερσης του Πολυτεχνείου, η «Πρωινή» αναζήτησε πληροφορίες για το συμβάν από τη μοναδική ιστορική πηγή που έχει καταγράψει το συμβάν, το βιβλίο του Γρηγόρη Φαράκου «Η μάχη των συμβόλων – Το κατέβασμα της χιτλερικής σημαίας από την Αρχαία Ολυμπία», που εκδόθηκε το 1996 από τις εκδόσεις φιλίστωρ.
Το νήμα της ιστορίας ξεκινά στις 3 Αυγούστου, όταν η γερμανική διοίκηση στην Ηλεία ανακαλύπτει την απουσία της σημαίας από την Ολυμπία και καταγγέλλει το γεγονός στην κυβέρνηση Τσολάκογλου και ζητά παραδειγματική τιμωρία χαρακτηρίζοντας την πράξη εγκληματική.
Η αξιοσημείωτη λεπτομέρεια πως αυτό που ενοχλεί τον Γερμανό πληρεξούσιο του Ράιχ στην Ελλάδα, Γκύντερ Άλτενμπουργκ, είναι ότι η κλοπή της σημαίας έγινε «εις τον χώρον ανασκαφών της Ολυμπίας, διά τας οποίας ως γνωστόν ο Φύρερ επιδεικνύει εξαιρετικό ενδιαφέρον», καθώς εκείνη την εποχή η γερμανική προπαγάνδα εκμεταλλεύτηκε την Ολυμπιακή Ιδέα και τις ανασκαφές, μέσα από τις οποίες κάλυπταν τη δράση τους χιτλερικοί πράκτορες.
Όπως αναφέρει το τηλεγράφημα του κατοχικού νομάρχη προς το τότε Υπουργείο Εσωτερικών, η σημαία κατέβηκε και εκλάπη πιθανότατα μέρα μεσημέρι της 1ης Αυγούστου, μεταξύ 12 και 1μ.μ., αλλά έγινε αντιληπτή κατά τις 3:30 με 4μ.μ. Μοναδικός αυτόπτης μάρτυρας ο αγροφύλακας της κοινότητας, ο οποίος κατέθεσε ότι είδε από μακριά (απόσταση ενός χλμ) δύο άτομα κοντά στο σημείο όπου ήταν η σημαία, αλλά δεν έδωσε σημασία γιατί θεώρησε ότι είναι προσωπικό της Σχολής.
Σύμφωνα με το σκεπτικό του νομάρχη, η ώρα δεν επιλέχθηκε τυχαία καθώς οι καθηγητές της Σχολής γευμάτιζαν σε δωμάτιο που δεν είχε καλή ορατότητα με τη σημαία, ενώ οι λιγοστοί εργάτες της ανασκαφής αναπαύονταν. Το κατέβασμα της σημαίας έγινε με αποκοπή του σκοινιού της σημαίας και οι δράστες μάλλον διέφυγαν από το πυκνό πευκόδασος στα 15 μέτρα απόσταση, το οποίο τους βοήθησε να παραμείνουν αθέατοι αμέσως.
Δύο εκδοχές δόθηκαν για την ταυτότητα των δραστών: είτε ήταν γνώστες του τόπου και των συνθηκών, αλλά και γνωστοί στο προσωπικό της Σχολής, είτε άγνωστοι αλλά καλά πληροφορημένοι για τις συνήθειες όσων διέμεναν εκεί, αφού ακόμα κι αν η ενέργειά τους γινόταν αντιληπτή, δεν υπήρχε η ισχυρή δύναμη να τους κυνηγήσει στο δάσος.
Η πρακτική ομηρίας για τον εντοπισμό τους
Το περιστατικό προκάλεσε ταραχή στο καθεστώς, αφού ουσιαστικά έγινε κάτω από τη μύτη τους, με αποτέλεσμα να αρχίσουν άμεσα προσαγωγές και ανακρίσεις για τον εντοπισμό των δραστών. Οι έρευνες στράφηκαν αμέσως προς μια ομάδα κομουνιστών, οι οποίοι ανήκαν στο προσωπικό της Σχολής και είχαν κρυφτεί επειδή εκείνη την περίοδο γίνονταν συλλήψεις εξόριστων κομμουνιστών που είχαν δραπετεύσει από τους τόπους κράτησης και κινούνταν στη ζώνη Πάτρας-Πύργου-Καλαμάτας.
Για τον εντοπισμό και τη σύλληψη των δραστών, οι κατοχικές δυνάμεις επέλεξαν την πρακτική της ομηρίας. Αρχικά οι οικογένειες των κομμουνιστών εργατών της Σχολής κρατήθηκαν ως μέσο πίεσης για να παραδοθούν οικειοθελώς, ενώ δύο ημέρες αργότερα, οι ιταλικές κατοχικές δυνάμεις συνέλαβαν και μετέφεραν 20 κατοίκους της Ολυμπίας ως ομήρους μέχρι να ανακαλυφθούν οι δράστες της κλοπής.
Όπως αναφέρει στο βιβλίο του ο Γρηγόρης Φαράκος, δεν διαπιστώθηκε ποτέ αν οι τολμηροί αγωνιστές συνδέονταν με τις κομουνιστικές ομάδες ή με το ΕΑΜ ευρύτερα, αφού δεν γίνεται αναφορά σε κάποια έκδοση με τη δράση του ΕΑΜ στα κατοπινά χρόνια.
Η ταυτότητα του ήρωα ή των ηρώων που κατέβασαν τη σημαία, δεν επαληθεύτηκε ποτέ, αν και έχει καταγραφεί το όνομα του Ηλία Τσάγκλα από τις Πεύκες (Βύλιζα), ωστόσο ο Γρηγόρης Φαράκος δεν αναφέρει κάτι σχετικό παρά μόνο επισημαίνει τη σημασία του γεγονότος στην ελληνική ιστορία.
«Η ευτυχής σύμπτωση της ανακάλυψης του σχετικού φακέλου και της δημοσίευσης, για πρώτη φορά (…) αποκαθιστά μια άγνωστη σελίδα της ιστορίας. Αποδεικνύει πως οι Έλληνες από την πρώτη στιγμή (…) αισθάνθηκαν την ανάγκη να αντισταθούν (…) Όπως ακριβώς την 1η Αυγούστου 1941 στην Ολυμπία. Οι αγωνιστές εκείνοι διατήρησαν την ανωνυμία τους. Δεν θεώρησαν, όπως και χιλιάδες άλλοι, πως έπραξαν κάτι το εξαιρετικό. “απλώς” ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα του καιρού τους.Η σεμνότητα τους τιμά. Η ιστορική μνήμη τούς χρειάζεται», καταλήγει στο βιβλίο του ο Γρηγόρης Φαράκος.