Μικροϊστορίες … της στιγμής: Στιγμιότυπα από ένα άδειο βλέμμα
Γράφει η Αστάθεια
Ο παρατηρητής κοιτάζει αλλά δε βλέπει, απαιτείται θέληση και κουράγιο για να δεις. Καταγράφει στιγμιότυπα σαν αναλογική κάμερα- χωρίς φιλμ… που αποτυπώνονται σε υπερφορτωμένο εγκέφαλο από την οδύνη.
Χωρίς ήχο…
Σκηνή Α!
Τα παιδιά ανεβαίνουν στα βαγόνια του τρένου της φυγής, με ένα ταμπελάκι κρεμασμένο στο λαιμό, σε κυριλλική και λατινική γραφή με τα στοιχεία τους. Στο ένα χέρι κρατάνε μια σακούλα με τα ελάχιστα χρειώδη και στο άλλο ένα στοιχείο από τη μνήμη της πρώην ζωής τους, εκεί που το χέρι της μάνας αφήνει το άγγιγμα της- προστασία στο διηνεκές κι ένα δάκρυ στο τρυφερό μάγουλο.
Τα βαγόνια γεμίζουν, τα παιδιά ήσυχα και στοιχισμένα- αυτοβούλως- κάθονται στις θέσεις τους. Προσπαθούν να κατανοήσουν τα γενόμενα αλλά η φαντασία τους φτάνει μέχρι τους δράκους. Μια ομάδα εθελοντών τα επιτηρεί. Ένα αγοράκι κρατούσε ένα ξύλινο μπιστόλι αλλά όταν είδε τα όπλα των φρουρών το έσπασε, κατάλαβε ότι είχε διαλέξει λάθος παιχνίδι. Το παιδάκι δίπλα του κρατούσε ένα μικρό- μαγνητικό σκάκι και συμφώνησαν να παίζουν μαζί. Το κοριτσάκι κρατούσε το αναγνωστικό της πρώτης τάξης και διάβαζε σιωπηλά μέχρις που όλα τα παιδιά του κουπέ της ζήτησαν να διαβάζει φωναχτά και να παίξουν «σχολείο». Στο τζάμι που είχε παχνιάσει από το κρύο έγραφαν γράμματα και αριθμούς- μηνύματα στον τόπο τους, που δεν ξέρουν πότε κι αν θα ξαναδούν. Ο έφηβος έβγαλε το βιολί του από τη θήκη και η κοπελίτσα φόρεσε τις πουέντ και ξεκίνησαν μια αυτοσχέδια παράσταση στους διαδρόμους των βαγονιών.
Κι όλα άρχισαν να μιλάνε για όνειρα τους για ένα μέλλον αβέβαιο- και ξεκίνησαν να ζωγραφίζουν. Κανένα παιδί δεν έκλαιγε… έκρυβαν το μισό δάκρυ που κατέβαινε στο μάγουλο και κατάπιναν τον λυγμό.
Ακολουθούσε κι άλλο τρένο, με τις κυοφορούσες και τις μικρομάνες. Πρόσωπα στεγνά- βλέμμα φοβισμένο, μοναξιά και τρόμος. Που θα γεννούσαν τα μωρά τους, που θα βρισκόντουσαν την επόμενη μέρα, σε τι τόπο θα τα μεγάλωναν…
Πέρασαν τα σύνορα… είχαν φύγει… ήσαν πια πρόσφυγες ενός ακατανόητου πολέμου.
(Οι σκηνές είναι πολλές- και σίγουρα όχι «ωραιοποιημένες», όμως σε μια χαραμάδα έφτιαξα λίγο φως στην άδικη και επιτακτική μετακίνηση…)
Σκηνή Β!
Σ’ ένα κρυμμένο λιμανάκι ήρθε το φουσκωτό του διακινητή, που μετρούσε λεφτά και φόρτωνε σαν τσουβάλια ξεκληρισμένους ανθρώπους, που ήδη βίωναν την προσφυγιά του πολέμου και προσπαθούσαν να περάσουν απέναντι με την ελπίδα για την επόμενη μέρα. Άνδρες, γυναίκες, παιδιά, ο άμαχος πληθυσμός -σιωπηρή απώλεια πολλών ανεξέλεγκτων πολέμων. Ήξεραν ότι κινδύνευαν στη θάλασσα και θα έφταναν σε μια αφιλόξενη χώρα, αλλά προσπαθούσαν να επιβιώσουν. Τα παιδιά, πεινασμένα και ταλαιπωρημένα έκλαιγαν και μάνες τα αγκάλιαζαν. Δεν ήξεραν τι μέλλον τους προδιαγράφεται, όμως οι βομβαρδισμοί που βίωσαν, αρκούσαν να δώσουν το έναυσμα για την συνεχιζόμενη προσπάθεια.
Αφέθηκαν στη θάλασσα να τους οδηγήσουν τα ρεύματα… Μέχρις που ήρθε το μπουρίνι και το υπερφορτωμένο φουσκωτό αναποδογύρισε. Ελάχιστοι οι διασωθέντες είπαν στις ειδήσεις και νεκρά σώματα ξεβράζονταν, για μέρες, στις ακτές… Δεν τα κατάφεραν.
Η δική τους προσφυγιά είχε άλλο χρώμα, άλλη θρησκεία… δεν υπολογίζονταν σαν ισότιμοι κάτοικοι αυτού του πλανήτη.
Κάποιοι άλλοι, ακολουθώντας την χερσαία μετακίνηση έφτασαν στο συνοριακό ποτάμι και εγκλωβίστηκαν στην ποταμονησίδα. Τότε το ποτάμι θύμωσε και κατάπιε ένα παιδάκι σαν ανθρωποθυσία μήπως εξευμενίσει κάποιους για την σωτηρία των εγκλωβισμένων….
Έτσι…
Δυναμώνουμε την κραυγή μας:
Όχι στους πολέμους!
Αλληλεγγύη σε όλους τους πρόσφυγες,
χωρίς διαχωρισμούς και διακρίσεις.