Μικροϊστορίες… της στιγμής: Νύχτα και… παγωνιά
[vc_row][vc_column][vc_single_image image=”156760″ img_size=”full”][vc_column_text]Γράφει η Αστάθεια
-Κυρ- Τζεπέτο! Άνοιξε τη πόρτα, η Αλκιμήδη του Ιάσονα είμαι! Άνοιξε σε παρακαλώ, χρειάζομαι τη βοήθεια σου.
Ο κύριος Τζανέτος ήταν ο τσαγκάρης της περιοχής, αλλά τα παιδιά, μετά το πανηγύρι του μοναστηριού, που τους παρουσίασε μια δερμάτινη κούκλα σαν τον Πινόκιο των παραμυθιών, τον παρονόμασαν Τζεπέτο. Όταν άκουσε τις φωνές της μικρής ήταν στο εργαστήρι του, αφοσιωμένος στην παρασκευή της δερμάτινης μπότας για το χωλό πόδι του καπεταν- Μιχάλη.
Ακούμπησε τα γυαλιά του στον πάγκο και άνοιξε την πόρτα, όπου η μικρή Αλκιμήδη άρχισε να του λέει:
-Κυρ- Τζεπέτο! Ξεκίνησε να χιονίζει και καθώς περνούσα από το άσυλο των αστέγων είδα τον κύριο Πίπη και την κυρία Πιπίτσα, κουκουλωμένους με κουβέρτες στο παγκάκι, στην στάση του λεωφορείου, με τη σκυλίτσα τους τη Λάικα ανάμεσα τους. Όταν τους ρώτησα, μου είπαν ότι απαγορεύουν οι αρχές την είσοδο ζώων στον ξενώνα και – αφού αυτοί δεν αποχωρίζονται το παιδί τους αποφάσισαν να περάσουν τη νύχτα έξω. Κυρ Τζεπέτο, πως θα αντέξουν την παγωνιά και το χιόνι; Σκέφτηκα λοιπόν ότι, αφού ήσουν κάποτε καστανάς, θα έχεις κάπου τη φουφού που έψηνες τα κάστανα…
Ο κύριος Τζανέτος, έξυσε το κεφάλι του, άναψε την πίπα συλλογιζόμενος και αφού έγνεψε καταφατικά είπε:
-Ναι μικρή μου, εδώ δίπλα στο αποθηκάκι είναι η φουφού, που –ευχαρίστως- δανείζω στο γηραιό ζευγάρι να ζεσταθεί αφού δεν έχω χώρο να τους φιλοξενήσω. Πήγαινε δίπλα στου μπακάλη και πες στον μπακαλόγατο τον Ζαχαρία να έρθει από δω να με βοηθήσει να την μεταφέρουμε και να φέρει κι ένα καρότσι κάρβουνα.
Έτσι λοιπόν η Αλκιμήδη πήγε στο μπακάλικο του κυρ- Φανούρη και αφού αφηγήθηκε τα γενόμενα, έφυγε με τον Ζαχαρία και τα κάρβουνα μαζί με μια σακούλα κάστανα, που τους χάρισε ο μπακάλης, να οργανώσουν τη μεταφορά της φουφούς.
Όταν έφυγαν τα παιδιά ο Φανούρης σκεφτόταν πως θα μπορούσε να βοηθήσει κι αυτός. Είπε στην Φανούραινα να βράσει μια μαρμίτα τραχανά και να το πάνε στα γερόντια μαζί με ψωμί και τυρί, να φάνε κατιτίς.
Τηλεφώνησε στον φίλο του Ιγνάτιο, περιπλανώμενο λουκουματζή, αν μπορεί να μεταφέρει τη φριτούρα του στη στάση και να προσφέρει αυτός τα υλικά για ζεστούς λουκουμάδες με μέλι, που απάντησε καταφατικά.
Ο Ιγνάτιος τηλεφώνησε στον ανιψιό του Ισίδωρο, που είχε το καφενείο στην πλατεία αν μπορούσε να μεταφέρει την σόμπα εξωτερικού χώρου στο παγκάκι της στάσης και δέχτηκε.
Ο Ισίδωρος ζήτησε βοήθεια από τον φίλο του Ιλάριο για τη μεταφορά, και επειδή αυτός έπαιζε κόρνο στην τοπική φιλαρμονική το πήρε μαζί του για να διασκεδάσουν τη νύχτα του χιονιά.
Λίγη ώρα μετά, είχε στηθεί ένα μικρό πανηγύρι γύρω από το παγκάκι. Ζεστή σούπα, κάστανα, λουκουμάδες και μουσική- αφού μαζεύτηκαν κι άλλα μέλη της φιλαρμονικής-ενώ σταδιακά κατέφθαναν κι άλλοι δημότες είτε επειδή άκουσαν τη φασαρία είτε επειδή ειδοποιήθηκαν.
Όταν έφτασε το νυχτερινό λεωφορείο, οι επιβάτες αν και κατάκοποι από το ταξίδι, παρέμειναν στη στάση να συμμετάσχουν κι αυτοί- σε συμπαράσταση του κυρίου Πίπη, της κυρίας Πιπίτσας και της Λάικα.
Μέχρι που τα μαντάτα έφτασαν στο σπίτι του Δημάρχου και έτσι κατέφθασε στο σημείο με τη σύζυγο του και τα δίδυμα αγοράκια του, που ήταν συμμαθητές της Αλκιμήδης και -αντί χαιρετισμού- εκείνη τους είπε ότι κάποιος πρέπει να ντρέπεται που κάποιοι γέροντες θα αναγκαστούν να περάσουν τη νύχτα στο δρόμο …
Αφού ζήτησε συγγνώμη από τους συνδημότες, τους είπε ότι το ζευγάρι και το σκυλάκι τους θα μείνουν σπίτι του για το υπόλοιπο της νύχτας και το πρωί θα κινητοποιήσει τον γραφειοκρατικό μηχανισμό ώστε κανείς συμπολίτης να μην είναι στο δρόμο.
Έτσι, αφού έφαγαν τα κάστανα, τους λουκουμάδες και χόρεψαν ένα βαλσάκι επέστρεψαν όλοι σε ζεστά σπίτια να ξεκουραστούν.
Η Αλκιμήδη μόνο δεν κοιμήθηκε… περίμενε στο παράθυρο να ανάψει το αστεράκι στον ουρανό να διηγηθεί στη μαμά της, όσα συνέβησαν εκείνη τη νύχτα.[/vc_column_text][/vc_column][/vc_row]