FOLLOW US: facebook twitter

Μικροϊστορίες …της στιγμής: Η κυρία Μάνθα

Ημερομηνία: 05-08-2022 | Συντάκτης:

Γράφει η Αστάθεια


Η κυρία Μάνθα έμενε στην άκρη της πόλης, στο πλινθόκτιστο σπιτάκι της, πατρική κληρονομιά, δίπλα στο δάσος με τις λεύκες. Τα δέντρα, που χρόνια πριν είχε φυτέψει ο πατέρας της, όταν γύρισε από το Αμέρικα.

Εκεί είχε πάει στα τέλη του περασμένου αιώνα όπου έκανε δουλειές του ποδαριού για περίπου 10 χρόνια. Δεν είδε το κομπόδεμα του να αυγαταίνει αλλά, με μια λαμπρή ιδέα, αποφάσισε να γυρίσει στην πατρίδα. Θα έκανε εργοστάσιο για οδοντογλυφίδες. Θα φύτευε λεύκες στα χέρσα χωράφια του να έχει την πρώτη ύλη και παραδίπλα θα έστηνε το κτήριο επεξεργασίας του ξύλου. Έτσι, ο Μήτσος που έφυγε μετανάστης με τρύπιες τσέπες, θα γινόταν ο Τζιμ με το εργοστάσιο του και θα παντρευόταν το Λενιώ, που χρόνια τον περίμενε. Οι λεύκες φυτεύτηκαν, ο γάμος τελέστηκε με λαμπρότητα και περίμεναν να μεγαλώσουν τα δέντρα όπως και η μικρή τους Μάνθα.

Τα χρόνια περνούσαν, τα δέντρα μεγάλωναν όπως και η μικρή, ο Τζιμ όμως δεν πρόλαβε να γίνει εργοστασιάρχης- το χτικιό τον έφαγε νέο. Σε λίγο τον ακολούθησε και το Λενιώ από τον καημό της. Η Μάνθα ορφάνεψε στην εφηβεία της αλλά δεν το έβαλε κάτω. Δούλεψε πλύστρα σε πλούσια σπιτικά, μάζεψε σταφίδες στα χωράφια, εργάτρια στην υφαντουργία, όπου μπορούσε… Γιατί πάντα σκεφτόταν να πραγματώσει το όνειρο του Τζιμ …

Οι καιροί άλλαξαν, η Μάνθα ήταν πια στη δύση της ζωής , χωρίς να έχει χτίσει το εργοστάσιο. Όμως το δάσος με τις λεύκες, έστεκε αγέρωχο, δίπλα στο μικρό της σπίτι.

Εκεί έρχονταν πια τα παιδιά για να παίξουν το καλοκαίρι, στο δροσερό ίσκιο. Και το βραδάκι, πριν μαζευτούν στα σπίτια τους, τους τράταρε και από κάτι τις… Τους χειμώνες, όταν τα δέντρα στέκονταν γυμνά, φύτρωναν στο χώμα μανουσάκια και ζουμπούλια.

Τότε πήγαινε η Υακίνθη, μια 20χρονη καστανομάλλα κοπελούδα. Σιγά- σιγά η κυρά- Μάνθα με τη μειλίχια συμπεριφορά της και τα συνεχή τραταρίσματα κέρδισε την εμπιστοσύνη της κοπελιάς. Ήταν που της είπε ότι «τα ζουμπούλια είναι υάκινθοι του αγρού, τα λουλούδια που έχουν το όνομα σου, άρα είναι όλα για σένα». Έτσι, αρκετά κρύα βράδια του χειμώνα, κάθονταν η δύο γυναίκες στο παραγώνι και τα έλεγαν.

Μια τέτοια νύχτα, η Υακίνθη θέλησε να μοιραστεί τη χαρά της με τη κα Μάνθα. Η μεγάλη της αδερφή, η Μανουσώ, που εδώ και ένα χρόνο είχε αρραβωνιαστεί στην πρωτεύουσα, είχε έρθει με τον μνηστήρα της, να μείνουν καμιά βδομάδα, και μάλιστα με το αυτοκίνητο του Νικόλα, ένα ολοκαίνουργιο Μόσκοβιτς… Είχαν προγραμματίσει να πάνε και στο μοναστήρι της Παναγιάς της σπηλιάς, πάνω στο βουνό…

Τότε το πρόσωπο της κυρά- Μάνθας συννέφιασε. Ήταν που πριν χρόνια της τόχε τάξει της Παναγιάς: να προσκυνήσει τη χάρη της στη σπηλιά, που βρέθηκε η εικόνα της. Αποτόλμησε να το εξομολογηθεί στη νεαρή της φίλη. Και κείνη αμέσως της πρότεινε να έρθει μαζί τους. Το αυτοκίνητο τους χωρούσε όλους, δεν θα την φορτωνόντουσαν δα στην πλάτη τους. Η χαρά της απερίγραπτη. Αγκάλιασε την Υακίνθη και στράφηκε στα εικονίσματα, να κάνει το σταυρό της, να ευχαριστήσει τα θεία για την καλή της τύχη.

Όλα κανονίστηκαν. Την ερχόμενη Κυριακή το χάραμα θα ξεκινούσαν. Να προλάβουν τη θεία λειτουργία και να μεταλάβουν.

Η κυρά- Μάνθα είχε τρεις μέρες μπροστά της να νηστέψει για τη μεταλαβιά αλλά και να ετοιμάσει τα τραταρίσματα για τους συνταξιδιώτες. Πουρνό- πουρνό με βήμα ταχύ κατέβηκε στην αγορά. Πήγε στο χασάπικο του κυρ- Παναγιωτάκη να δει τι καλά κρέατα είχε. Στάθηκε τυχερή. Ο κυρ- Μένιος είχε σφάξει χτες 2 γουρουνάκια και είχε ωραιότατο χοιρινό. Να λοιπόν σκέφτηκε: θα πάρω ένα μπουτάκι να το κάνω ζαμπόν. Πέρασε και από το μπακάλικο του κυρ- Κωστάκη να δώσει την παραγγελία για τις προμήθειες , να τις φέρει ο παραγιός με το ξύλινο καρότσι, μαζί με την κολώνα του πάγου, που κάθε πρωί τυλιγμένη στη λινάτσα της παρέδιδε.

Ήταν πια Σάββατο, παραμονή του «προσκυνήματος». Στο κατώι, με το πατημένο αλλά πάντα καλοσαρωμένο χώμα, άναψε τη φωτιά να βάλει στο καζάνι το νερό να βράσει. Απόθεσε με τρυφερότητα στο νερό το μπουτάκι που είχε από την προηγούμενη ξεκοκαλίσει, καλοαλατίσει, του είχε καρφώσει δόντια σκόρδου και ολόκληρα πιπέρια, το είχε δέσει με σπάγκο- να κρατήσει ωραίο σχήμα- και πήγε παραδίπλα να φουρνίσει το ψωμί, που είχε- με τα δυνατά της χέρια- ζυμώσει.

Είχε σχεδόν βραδιάσει όταν το κρέας είχε καλοβράσει. Το απόθεσε στην ξύλινη πιατέλα, να κρυώσει καλά. Το πρωί, πριν κινήσουν, θα το έκοβε σε φέτες, να είναι εύκολο στο σερβίρισμα του. Το ζουμί το άφησε στο καζάνι. Να παγώσει το λίπος, να το βγάλει μετά και να νοστιμέψει καμιά πατατούλα. Με το ζουμάκι θα έκανε ωραίες σουπίτσες.

Το βράδυ ήταν όλα έτοιμα. Ήπιε ένα φλιτζάνι χαμομήλι βουτώντας ένα παξιμάδι και πήγε στο εικόνισμα της Παναγιάς, να κάνει το σταυρό της και να την παρακαλέσει να ξημερωθεί καλά, για να προσκυνήσει τη χάρη της.

Το επόμενο ξημέρωμα, όμως, δεν την βρήκε … και δεν πραγματοποίησε ποτέ το τάμα της…


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Καιρός Πύργος

leventis

opap
300x600
olympia

Screenshot