Κώστας Ι. Περδίκης: Στο ξωκλήσι της Παναγίας
[vc_row][vc_column][vc_single_image image=”104388″ img_size=”full”][vc_column_text]Περίμενε να πιάσει για τα καλά η άνοιξη, να μεγαλώσει η μέρα και ένα Σάββατο, που δεν είχα να γράψω και να διαβάσω για την επομένη, μου το ανακοίνωνε νωρίς το απόγευμα, ξέροντας ότι θα μου ’δινε μεγάλη χαρά. «Τι λες, πάμε να ανάψουμε τα καντήλια στην Παναγία, στο βουνό»;
Μετά από λίγα λεπτά ξεκινάγαμε. Η μητέρα μου καθισμένη στο σαμάρι του γαϊδουριού μας κι εγώ πισωκάπουλα παίρναμε τον δρόμο που πήγαινε στα Λουτρά.
Αφήναμε τα τελευταία σπίτια, λίγο πριν το γεφυράκι της Κακάβας, περνάγαμε τη Ξεροχωρίτικη γράνα και συνεχίζαμε ανάμεσα από περιβόλια με λεμονοπορτοκαλιές, αμπέλια και λιοστάσια. Η απόσταση ήταν κάτι λιγότερο από πέντε χιλιόμετρα.
Περνώντας από μπροστά τους, μου ’δειχνε τα χωράφια και τα σπίτια των γνωστών μας. Τη χαμοκέλα του Καπελή, το λιοστάσι του μπάρμπα Τιμολέου, το μεγάλο περιβόλι του Ρήγα κι όσα άλλα ήξερε.
Καθώς, τότε, τα αυτοκίνητα ήσαν ελάχιστα ζήτημα να βλέπαμε να περνάνε ένα δύο από κει, ανταμώναμε όμως κάμποσους πάνω στα άλογα ή στα γαϊδούρια τους, που γύριζαν από τις δουλειές τους.
Για να μην μας φαίνεται ατέλειωτος ο δρόμος, σαν για παιχνίδι, με ’βαζε να ονοματίζω τα αγριόχορτα, τα φρεσκοφυτρωμένα στις άκρες του δρόμου. Τα βάτα, τα μάραθα, τις αγριαγγινάρες, τα γλυκορίζια.
Στη θέση που σήμερα είναι ο Άγιος Κωνσταντίνος, τότε, ήταν μια μικρή γειτονιά, μονάχα τρία τέσσερα σπίτια. Μια φορά που περάσαμε από κει κάτι παιδάκια σαν και μένα, που ’παιζαν πλάι στον δρόμο, βλέποντά μας άρχισαν να φωνάζουν: «Κοιτάτε ρε ένα παιδί με βαμμένα χείλια», κοροϊδεύοντας τα κάπως μεγάλα και κόκκινα χείλια μου. «Για ελάτε δω βρε να σας βάψω και τα δικά σας», τους φώναξε η μητέρα και κείνα ντροπιασμένα σταμάτησαν στη στιγμή το δούλεμα.
Λίγο πιο πέρα, στο καφενεδάκι του Ψαρού, δυο γεροντάκια σκότωναν την ώρα τους με τον καφέ τους, τον απογευματινό. Προσπερνώντας τους, βγήκαν προς στιγμή απ’ τις σκοτούρες τους και μας χαιρέτησαν κάνοντας νεύμα με το χέρι τους.
Όσο προχωράγαμε, το βουνό όλο και μεγάλωνε σαν να ερχόταν να μας συναντήσει. Ξεχώριζαν, πια καθαρά, οι απότομοι κοκκινωποί βράχοι του και οι δασωμένες πλαγιές του. Λίγο μετά, προσπερνώντας κάτι πρόχειρα θερμοκήπια, που απάγκιαζαν στα ριζά του, φτάναμε κάτω από τον μεγάλο βράχο, που πάνω του, γύρω στα έξι μέτρα ψηλά, έστεκε το ξωκλήσι.
Δέναμε το γαϊδούρι πλάι στον δρόμο και ανεβαίνοντας καμιά εικοσαριά απότομα σκαλοπάτια, σκαλισμένα στον βράχο, φτάναμε έξω από το πορτάκι του ταπεινού κτίσματος.
Δρασκελίζοντας το πέτρινο κατώφλι του μπαίναμε μέσα και για λίγο στεκόμαστε ακίνητοι, μέχρι να συνηθίσουν τα μάτια μας στο μισοσκόταδο. Από τα δυο τρία μικροσκοπικά παράθυρά του μόλις που έμπαινε ένα λιγοστό φως. Η πρώτη μας αίσθηση, θυμάμαι, ήταν εκείνη η θεία μυρουδιά, από κερί και λιβάνι, που αναδίνουν τα κλειστά ξωκλήσια.
Η μητέρα έπιανε με προσοχή ένα, ένα τα καντήλια, τα γέμιζα εγώ με λάδι και τα ανάβαμε. Σιγά, σιγά ένα γλυκό, απαλό φως γέμιζε τον χώρο και φώτιζε τις λιγοστές εικόνες στους τοίχους, το ένα και μοναδικό μανουάλι, τη μικρή αγία τράπεζα στο βάθος.
Ήταν σαν να ’χαμε έρθει επίσκεψη σ’ ένα φτωχόσπιτο, που ’μεναν δικοί μας άνθρωποι, οι ζωγραφισμένοι άγιοι των εικόνων. Άκουγα τη μητέρα να ψιθυρίζει προσευχές και βλέποντας να κάνει τον σταυρό της έκανα κι εγώ το ίδιο. Τελειώνοντας, πισωπατώντας λίγα βήματα βγαίναμε έξω.
Από κει ψηλά, σαν σε μπαλκόνι, το βλέμμα μας έπεφτε στα δυτικά. Μπροστά μας η λίμνη δέσποζε με την απλωσιά της, ακύμαντη, απόλυτα γαληνεμένη. Πίσω της, φόντο σκοτεινό, το μακρόστενο πευκοδάσος και πιο πίσω στο βάθος του ορίζοντα ο ήλιος, ματωμένος, έτοιμος να βουτήξει στο πέλαγος. Μια εκκωφαντική σιγαλιά έπεφτε στον κάμπο και μονάχα κάτι σκυλιά ακούγονταν να λιάζουν κάπου μακριά. Το φως άρχιζε να λιγοστεύει, σημάδι ότι ήταν ώρα για την επιστροφή.
Στον γυρισμό δεν λέγαμε πολλές κουβέντες. Στο πρόσωπο της μητέρας η ικανοποίηση και η ευχαρίστηση ήσαν ολοφάνερες. Εγώ από την άλλη έκανα στο μυαλουδάκι μου τις δικές μου σκέψεις, για να παίρνω δύναμη και σιγουριά.
Πίστευα βαθιά ότι η επίσκεψή μας στο ξωκλήσι και η καλή μας πράξη να ανάψουμε τα καντήλια του θα έδιωχνε κάθε κακό, που θα μπορούσε να βρει το σπιτικό μας και ότι η ευλογία της Παναγίας θα μας συντρόφευε για πάντα…
-Ο Κώστας Ι. Περδίκης γεννήθηκε στη Ζαχάρω Ηλείας το 1949. Σπούδασε Πολιτικός Μηχανικός στο Ε.Μ.Π.
Εργάσθηκε σαν μηχανικός στον Ιδιωτικό και Δημόσιο Τομέα.
Έχει εκδώσει τρεις συλλογές διηγημάτων:
“Σινική μελάνη”, 2014
“Μικρές Ιστορίες”, Οροπέδιο 2016
“Ματιές”, Παπαηλιού 2018[/vc_column_text][/vc_column][/vc_row]