FOLLOW US: facebook twitter

Κώστας Ι. Περδίκης: Στο ξωκλήσι της Παναγίας

Ημερομηνία: 28-01-2020 | Συντάκτης:
Κατηγορίες: Κοινωνία, Νέα

Περίμενε να πιάσει για τα καλά η άνοιξη, να μεγαλώσει η μέρα και ένα Σάββατο, που δεν είχα να γράψω και να δια­βάσω για την επομένη, μου το ανακοίνωνε νωρίς το απόγευμα, ξέρο­ντας ότι θα μου ’δινε μεγάλη χαρά. «Τι λες, πάμε να ανά­ψουμε τα καντήλια στην Παναγία, στο βουνό»;

Μετά από λίγα λεπτά ξεκινάγαμε. Η μητέρα μου καθισμένη στο σαμάρι του γαϊδουριού μας κι εγώ πισωκά­πουλα παίρναμε τον δρόμο που πήγαινε στα Λουτρά.

Αφήναμε τα τελευταία σπίτια, λίγο πριν το γεφυράκι της Κακά­βας, περνάγαμε τη Ξεροχωρίτικη γράνα και συνεχίζαμε ανά­μεσα από περιβόλια με λεμονοπορτοκαλιές, αμπέλια και λιο­στάσια. Η απόσταση ήταν κάτι λιγότερο από πέντε χιλιόμε­τρα.

Περνώντας από μπροστά τους, μου ’δειχνε τα χωράφια και τα σπίτια των γνωστών μας. Τη χαμοκέλα του Καπελή, το λιο­στάσι του μπάρμπα Τιμολέου, το μεγάλο περιβόλι του Ρήγα κι όσα άλλα ήξερε.

Καθώς, τότε, τα αυτοκίνητα ήσαν ελάχιστα ζήτημα να βλέ­παμε να περνάνε ένα δύο από κει, ανταμώναμε όμως κάμπο­σους πάνω στα άλογα ή στα γαϊδούρια τους, που γύριζαν από τις δουλειές τους.

Για να μην μας φαίνεται ατέλειωτος ο δρόμος, σαν για  παι­χνίδι, με ’βαζε να ονοματίζω τα αγριόχορτα, τα φρεσκοφυτρω­μένα στις άκρες του δρόμου. Τα βάτα, τα μάραθα, τις αγριαγγι­νάρες, τα γλυ­κορίζια.

Στη θέση που σήμερα είναι ο Άγιος Κωνσταντίνος, τότε, ήταν μια μικρή γειτονιά, μονάχα τρία τέσσερα σπίτια. Μια φορά που περάσαμε από κει κάτι παιδάκια σαν και μένα, που ’παι­ζαν πλάι στον δρόμο, βλέποντά μας άρχισαν να φωνά­ζουν: «Κοιτάτε ρε ένα παιδί με βαμμένα χείλια», κοροϊδεύο­ντας τα κάπως μεγάλα και κόκκινα χείλια μου. «Για ελάτε δω βρε να σας βάψω και τα δικά σας», τους φώναξε η μητέρα και κείνα ντρο­πιασμένα σταμάτησαν στη στιγμή το δούλεμα.

Λίγο πιο πέρα, στο καφενεδάκι του Ψαρού, δυο γεροντάκια σκότωναν την ώρα τους με τον καφέ τους, τον απογευματινό. Προσπερνώντας τους, βγήκαν προς στιγμή απ’  τις σκοτού­ρες τους και μας χαιρέτησαν κάνοντας νεύμα με το χέρι τους.

Όσο προχωράγαμε, το βουνό όλο και μεγάλωνε σαν να ερ­χόταν να μας συναντήσει. Ξεχώριζαν, πια καθαρά, οι απότομοι κοκκινωποί βράχοι του και οι δασωμένες πλαγιές του. Λίγο μετά, προσπερνώντας κάτι πρόχειρα θερμοκήπια, που απάγκια­ζαν στα ριζά του, φτά­ναμε κάτω από τον μεγάλο βράχο, που πάνω του, γύρω στα έξι μέτρα ψηλά, έστεκε το ξω­κλήσι.

Δέναμε το γαϊδούρι πλάι στον δρόμο  και ανεβαίνοντας κα­μιά εικοσαριά απότομα σκαλο­πάτια, σκαλισμένα στον βράχο, φτάναμε έξω από το πορ­τάκι του ταπεινού κτίσματος.

Δρασκελίζοντας το πέτρινο κατώφλι του μπαίναμε μέσα και για λίγο στεκόμαστε ακίνητοι, μέχρι να συνηθίσουν τα μάτια μας στο μισοσκόταδο. Από τα δυο τρία μι­κροσκοπικά παρά­θυρά του μόλις που έμπαινε ένα λιγο­στό φως. Η πρώτη μας αί­σθηση, θυμάμαι, ήταν εκείνη η θεία μυρουδιά, από κερί και λι­βάνι, που αναδίνουν τα κλειστά ξωκλήσια.

Η μητέρα έπιανε με προσοχή ένα, ένα τα καντήλια, τα γέ­μιζα εγώ με λάδι και τα ανάβαμε. Σιγά, σιγά ένα γλυκό, απαλό φως γέμιζε τον χώρο και φώτιζε τις  λι­γοστές εικόνες στους τοίχους, το ένα και μονα­δικό μανουάλι, τη μικρή αγία τράπεζα στο βάθος.

Ήταν σαν να ’χαμε έρθει επίσκεψη σ’ ένα φτωχόσπιτο, που ’μεναν  δικοί μας άνθρωποι, οι ζωγραφισμένοι άγιοι των εικό­νων. Άκουγα τη μητέρα να ψιθυ­ρίζει προσευχές και βλέποντας να κάνει τον σταυρό της έκανα κι εγώ το ίδιο. Τελειώνοντας, πισωπατώντας λίγα βήματα βγαί­ναμε έξω.

Από κει ψηλά, σαν σε μπαλκόνι, το βλέμμα μας έπεφτε στα δυ­τικά. Μπροστά μας η λίμνη δέσποζε με την απλωσιά της, ακύμαντη, απόλυτα γαληνεμένη. Πίσω της, φόντο σκοτεινό, το μακρόστενο πευ­κο­δάσος και πιο πίσω στο βάθος του ορίζοντα ο ήλιος, ματωμέ­νος, έτοιμος να βουτήξει στο πέλαγος. Μια εκ­κωφαντική σιγαλιά  έπεφτε στον κάμπο και μονάχα κάτι σκυλιά ακούγονταν να λιάζουν κάπου μακριά. Το φως άρχιζε να λιγο­στεύει, σημάδι ότι ήταν ώρα για την επι­στροφή.

Στον γυρισμό δεν λέγαμε πολλές κουβέντες. Στο πρόσωπο της μητέρας η ικανοποίηση και η ευχαρίστηση ήσαν ολοφάνε­ρες. Εγώ από την άλλη έκανα στο μυαλουδάκι μου τις δικές μου σκέψεις, για να παίρνω δύναμη και σιγουριά.

Πίστευα βαθιά ότι η επίσκεψή μας στο ξωκλήσι και η καλή μας πράξη να ανάψουμε τα καντήλια του θα έδιωχνε κάθε κακό, που θα μπορούσε να βρει το σπιτικό μας και ότι η ευλο­γία της Παναγίας θα μας συντρόφευε για πάντα…

 

Κώστας Ι. Περδίκης γεννήθηκε στη Ζαχάρω Ηλείας το 1949. Σπούδασε Πολιτικός Μηχανικός στο Ε.Μ.Π.

Εργάσθηκε σαν μηχανικός στον Ιδιωτικό και Δημόσιο Τομέα.

Έχει εκδώσει τρεις συλλογές διηγημάτων:

“Σινική μελάνη”, 2014

“Μικρές Ιστορίες”, Οροπέδιο 2016

“Ματιές”, Παπαηλιού 2018


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Καιρός Πύργος