ΚΗΠΕΥΤΙΚΑ: Ένας κλάδος με μεγάλα περιθώρια ανάπτυξης
Τα κηπευτικά αποτελούν μία από τις σημαντικότερες κατηγορίες προϊόντων του αγροτικού τομέα.
Τα κηπευτικά είναι ένας δυναμικός κλάδος της ελληνικής γεωργίας που συνεισφέρει ουσιαστικά στην οικονομική ευημερία της χώρας, συμμετέχοντας σημαντικά στο ΑΕΠ, στην απασχόληση και στις εξαγωγές της, ενώ το ακαθάριστο εισόδημα από την καλλιέργειά τους είναι από τα υψηλότερα στις γεωργικές εκμεταλλεύσεις.
Από τα βασικά είδη που ανήκουν στην κατηγορία των νωπών κηπευτικών, υπαίθριων ή υπό κάλυψη (ντομάτες, αγγούρια, πιπεριές, αγκινάρες, κολοκύθια, κουνουπίδια, λάχανα, μελιτζάνες, πατάτες, σπαράγγια, φασολάκια, καρπούζι, πεπόνι, φράουλες κ.ά.), σημαντικό ενδιαφέρον αρχίζουν σταδιακά να παρουσιάζουν και τα αυτοφυή λαχανευόμενα, που καταναλώνονται ολοένα και περισσότερο, κυρίως σε σαλάτες, όπως είναι το σταμναγκάθι ή γιαλοράδικο, ενώ αναμένεται να ακολουθήσουν και άλλα, όπως η αντράκλα ή γλιστρίδα.
Την ίδια στιγμή, όλο και περισσότερο έδαφος κερδίζει η εγχώρια παραγωγή τυποποιημένων νωπών οπωροκηπευτικών.
Δεν είναι εξάλλου λίγες οι εταιρείες σε όλη την Ελλάδα οι οποίες, δίνοντας έμφαση στην ποιότητα, τυποποιούν τα προϊόντα τους, τα οποία βρίσκονται πλέον στα ράφια σουπερμάρκετ και καταστημάτων σε όλον τον κόσμο. Ιδιαίτερη ανάπτυξη παρουσιάζει και η υδροπονική καλλιέργεια των κηπευτικών, όπου κατά την ίδια καλλιεργητική χρονιά εφαρμόζονται περισσότερες από μία φορά φύτευση και συγκομιδή. Σημειώνουμε ότι για την υδροπονία σε παλαιότερο άρθρο μας είχαμε αναφερθεί αναλυτικά.
Η παραγωγή των κηπευτικών προϊόντων εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τη διαθεσιμότητα και το κόστος απόκτησης των μέσων παραγωγής, όπως είναι οι καλλιεργητικοί σπόροι και το πολλαπλασιαστικό υλικό, τα λιπάσματα-εδαφοβελτιωτικά και τα φυτοφάρμακα, η αγορά και συντήρηση γεωργικών μηχανημάτων, η ηλεκτρική ενέργεια και το πετρέλαιο.
Το ύψος της ελληνικής παραγωγής σε λαχανικά ανέρχεται στα 4 εκατ. τόνους, ποσότητα που αντιστοιχεί στο 8,6% της κοινοτικής παραγωγής σε κηπευτικά.
Η αύξηση των αποδόσεων στα λαχανικά αποδίδεται στη χρησιμοποίηση βελτιωμένου γενετικού υλικού, στην εκμηχάνιση της καλλιέργειας και στην αύξηση της επιφάνειας των υπό κάλυψη καλλιεργειών.
Στη σημερινή εποχή της κρίσης πολλοί είναι αυτοί που ήδη κατευθύνονται προς τον πρωτογενή τομέα, λόγω έλλειψης κάποιων άλλων επιλογών.
Τα Πλεονεκτήματα της καλλιέργειας των κηπευτικών
Η καλλιέργεια κηπευτικών στην ύπαιθρο αλλά και στο θερμοκήπιο δίνει τη δυνατότητα στους νέους να ασχοληθούν με τον τομέα αυτόν γιατί έχει τα εξής πλεονεκτήματα:
- Δεν απαιτεί μεγάλες εκτάσεις. Σήμερα για να είναι βιώσιμη μια γεωργική επιχείρηση που θα έχει ως βάση τις αροτραίες καλλιέργειες (σιτηρά, ενεργειακές καλλιέργειες, βαμβάκι κ.λπ.) θα πρέπει κάποιος να έχει μεγάλο αριθμό στρεμμάτων. Στα κηπευτικά οι εκτάσεις είναι μικρές.
- Δεν απαιτεί μεγάλο μηχανικό εξοπλισμό κατά την αρχική φάση. Μπορεί κάποιος να ξεκινήσει το γεωργικό επάγγελμα καλλιεργώντας κηπευτικά με όχι πολλά καλλιεργητικά μέσα.
- Δεν απαιτεί σημαντικό αρχικό κεφάλαιο για το πρώτο ξεκίνημα. Μπορεί ο ενδιαφερόμενος να ξεκινήσει με κηπευτικά υπαίθρου και στην πορεία να δημιουργήσει πρόχειρες θερμοκηπιακές εγκαταστάσεις.
- Ο καλλιεργητής παράγει προϊόντα και απευθύνεται σε μια αγορά που καταναλώνει λαχανικά . Εύκολα μπορεί να τα πουλήσει ο ίδιος και να έχει μερίδιο από την εμπορία του προϊόντος.
- Τα προϊόντα που παράγονται θεωρούνται επώνυμα, ποιοτικά, με αποτέλεσμα να εξασφαλίσει καλές τιμές και σταθερό πελατολόγιο.
- Αξιοποιεί πλήρως και κύρια όλο τον χρόνο του στην επιχείρηση και δεν του περισσεύει χρόνος για άλλες συμπληρωματικές δραστηριότητες που θα βελτίωναν το εισόδημα.
- Η εργασία που θα προσφέρει στην επιχείρηση θα του εξασφαλίσει ένα εισόδημα που θα μπορεί να ανταποκριθεί στις οικογενειακές του οικονομικές ανάγκες.
Τα λαχανικά μπορεί να καταναλωθούν κυρίως ως νωπά – φρέσκα (δεν έχουμε καμία απώλεια σε βιταμίνες κ.λπ.), αλλά και υπερκατεψυγμένα, κονσερβοποιημένα ή αφυδατωμένα (αποξηραμένα).
Πώς τα προϊόντα μπορούν να γίνουν πιο ανταγωνιστικά
Ανοδική πορεία καταγράφει η συνολική εγχώρια παραγωγή τυποποιημένων-συσκευασμένων νωπών οπωροκηπευτικών προϊόντων. Στο 20%-22% της κατανάλωσης τυποποιημένων οπωροκηπευτικών αντιστοιχούν οι εισαγωγές, ενώ οι εξαγωγές απέσπασαν μερίδιο 37%-47% επί της συνολικής παραγωγής.
Η εγχώρια παραγωγή τυποποιημένων νωπών οπωροκηπευτικών κινήθηκε, σε γενικές γραμμές, ανοδικά την περίοδο 2005-2013, παρουσιάζοντας μέσο ετήσιο ρυθμό μεταβολής 1,5%. Τα φρούτα κάλυψαν, κατά μέσο όρο, το 60% της συνολικής παραγωγής και τα λαχανικά το υπόλοιπο 40% την ίδια χρονική περίοδο.
Στον κλάδο της τυποποίησης και συσκευασίας νωπών οπωροκηπευτικών δραστηριοποιείται πολύ μεγάλος αριθμός επιχειρήσεων, καθώς και αγροτικοί συνεταιρισμοί, οι οποίοι διαθέτουν ανάλογες εγκαταστάσεις (διαλογής-τυποποίησης και συσκευασίας των προϊόντων.
Πρέπει να ληφθούν μέτρα βελτίωσης του τομέα των κηπευτικών, τόσο σε επίπεδο παραγωγών όσο και σε επίπεδο πολιτείας. Έμφαση πρέπει να δοθεί στο γενετικό υλικό, στο να αντικατασταθούν εν μέρει ντόπιες ποικιλίες που δεν είναι εμπορικές με ξένες περισσότερο υποσχόμενες, να καθιερωθεί η ολοκληρωμένη διαχείριση της παραγωγής κηπευτικών και να αλλάξει η νοοτροπία όλων όσων εμπλέκονται με την παραγωγή, διακίνηση και εμπορία τους
Στόχος όλων πρέπει να είναι η παραγωγή προϊόντων που καταγράφουν ζήτηση, να είναι ανταγωνιστικά, που σημαίνει προϊόντα επώνυμα, καλής ποιότητας, ασφαλή για τον καταναλωτή, χαμηλού κόστους, τυποποιημένα και ωραία συσκευασμένα Τα προϊόντα πρέπει να μεταφέρονται σωστά και γρήγορα στους τόπους κατανάλωσης. Δεν αρκεί να είναι καλής ποιότητας, πρέπει να έχουν σήμα ποιότητας ή πιστοποιητικό υγιεινής κατάστασης. Η πολιτεία πρέπει να συμβάλλει αποτελεσματικά στη βελτίωση των υποδομών, στην πληροφόρηση και στην εκπαίδευση.
Κλείνοντας θα θέλαμε να τονίσουμε ότι η καλλιέργεια κηπευτικών μπορεί να αποφέρει ικανοποιητικό εισόδημα στους κατοίκους της υπαίθρου, με τη χώρα μας να πλεονεκτεί έναντι άλλων ευρωπαϊκών χωρών στην καλλιέργεια και πρωιμότητα των κηπευτικών, λόγω της ηλιοφάνειας και του ήπιου γενικά και εύκρατου κλίματος.