Η βάση της… υποκρισίας
[vc_row][vc_column][vc_single_image image=”90600″ img_size=”full”][vc_column_text]
Του Γιάννη Α. Μυλόπουλου
Καθηγητή και πρώην πρύτανη ΑΠΘ
Τα δύο μέτρα και δύο σταθμά με τα οποία ζυγίζει η κυβέρνηση τα ζητήματα της αξιοκρατίας τής δίνουν βαθμό κάτω από τη βάση.
Στη μία περίπτωση, αυτή του χωρίς πανεπιστημιακό πτυχίο, όπως ο νόμος επιβάλλει, νέου διοικητή της ΕΥΠ, αλλάζει με προκρούστεια λογική τον νόμο και καταργεί το πτυχίο ως προαπαιτούμενο, ως… βάση δηλαδή εισαγωγής στη διοίκηση της ευαίσθητης για τη δημοκρατία υπηρεσίας, χαμηλώνοντας ουσιαστικά τον πήχη για να μπορέσει να τον περάσει ο εκλεκτός της. Ο οποίος τελικά διορίζεται με μόνο προσόν την επαγγελματική του εμπειρία σε εταιρεία security…
Στην άλλη περίπτωση, αυτή των εισαγωγικών εξετάσεων, προαναγγέλλει τη θεσμοθέτηση βάσης εισαγωγής στις σχολές χαμηλής προτίμησης, επικαλούμενη υποκριτικά και προσχηματικά ως κίνητρο την αξιοκρατία, αφού η πραγματική της επιδίωξη είναι το κλείσιμο πανεπιστημιακών σχολών και η μείωση του αριθμού των φοιτητών στα δημόσια πανεπιστήμια.
Αν πράγματι υπάρχει μελέτη που διαπιστώνει ότι κάποιες σχολές πρέπει να κλείσουν, τότε αυτό πρέπει να συμβεί μόνο για εκείνες τις σχολές που αυτό έχει διαπιστωθεί και όχι, με το υποκριτικό μέτρο της θεσμοθέτησης βάσης εισαγωγής, στοχευμένα στις σχολές χαμηλής προτίμησης. Οι οποίες μπορεί για ακαδημαϊκούς, κοινωνικούς ή και οικονομικούς λόγους να είναι σκόπιμο να συνεχίσουν να υπάρχουν.
Αν πάλι υπάρχει μελέτη, σύμφωνα με την οποία ο αριθμός των εισαγομένων στα Πανεπιστήμια πρέπει να μειωθεί, αυτό πρέπει να γίνει κατά προτεραιότητα σε εκείνες τις σχολές, που λόγω έλλειψης υλικοτεχνικών υποδομών ή διδακτικού προσωπικού, αδυνατούν να υποστηρίξουν το σημερινό πλήθος των φοιτητών. Και όχι διατηρώντας υπερβολικά μεγάλους αριθμούς εισαγομένων στις υψηλής ζήτησης ιατρικές και πολυτεχνικές σχολές, οι οποίες βουλιάζουν από υπερπληθυσμό, κλείνοντας από την άλλη σχολές που μπορούν να υποστηρίξουν και περισσότερους φοιτητές.
Πέραν όμως του ανορθολογισμού και της υποκρισίας, η κυβέρνηση στην περίπτωση αυτή παίρνει κάτω από τη βάση και για ακόμα ένα λόγο: διότι συλλαμβάνεται να μην έχει αντιληφθεί ούτε τον εκπαιδευτικό χαρακτήρα των εισαγωγικών εξετάσεων, ούτε και τον ρόλο της βάσης στην εξεταστική διαδικασία.
Η βάση λοιπόν, ως ελάχιστο κριτήριο επιτυχίας, έχει εκπαιδευτικό νόημα στις περιπτώσεις εξετάσεων που έχουν αποστολή τη διαπίστωση της γνωστικής επάρκειας των εξεταζόμενων στο συγκεκριμένο μάθημα. Οπως δηλαδή συμβαίνει στις εξετάσεις των Λυκείων, αλλά και στις εξετάσεις εντός των πανεπιστημιακών σχολών. Εκεί όπου η επιλογή των εξεταζόμενων θεμάτων γίνεται προκειμένου να διαπιστωθεί αν οι εξεταζόμενοι κατέχουν τη διδαχθείσα ύλη. Η βάση γίνεται τότε ελάχιστο κριτήριο επιτυχίας, γιατί πιστοποιεί την κατά 50% γνώση της εξεταζόμενης ύλης.
Στις εισαγωγικές εξετάσεις στα Πανεπιστήμια όμως δεν συμβαίνει αυτό. Αφού οι υποψήφιοι, για να μπορούν να συμμετάσχουν στις εισαγωγικές εξετάσεις, έχουν ήδη προηγουμένως κριθεί επιτυχώς στις απολυτήριες εξετάσεις των Λυκείων όσον αφορά τη διαπίστωση της γνωστικής επάρκειάς τουςστα ίδια ακριβώς μαθήματα.
Ο ρόλος των εισαγωγικών εξετάσεων λοιπόν δεν είναι διαγνωστικός, αλλά διαγωνιστικός.
Που σημαίνει ότι η επιδίωξη είναι από το σύνολο των υποψηφίων να επιλεγούν εκείνοι που είναι ικανότεροι για να σπουδάσουν στο Πανεπιστήμιο. Γι’ αυτό και στις εισαγωγικές το κριτήριο της επιτυχίας δεν είναι η απόλυτη βαθμολογική επίδοση των υποψηφίων, αλλά η σειρά κατάταξής τους. Δεν εισάγονται δηλαδή όσοι ικανοποιούν κάποια βαθμολογικά κριτήρια, αλλά οι πρώτοι 50, 100 ή 150, ανεξάρτητα από τη βαθμολογία που έχουν συγκεντρώσει.
Οι υπόλοιποι, παρ’ όλο που μπορεί να έχουν γράψει πολύ πάνω από τη βάση, απορρίπτονται από τη συγκεκριμένη σχολή. Αλλωστε είναι γνωστό ότι η βαθμολογία στις εισαγωγικές εξετάσεις είναι σχετική και μεταβάλλεται από χρονιά σε χρονιά, συναρτώμενη με τον βαθμό δυσκολίας των θεμάτων και όχι αποκλειστικά με την επίδοση και τις ικανότητες των υποψηφίων. Χαμηλοί βαθμοί δηλαδή μπορεί να μη σημαίνουν υποχρεωτικά χαμηλό επίπεδο υποψηφίων, αλλά πολύ δύσκολα θέματα.
Παλιότερα, θυμάμαι, έχοντας απολυτήριο «Αριστα» μπαίναμε στο Πολυτεχνείο με βαθμολογία 15 ή 16/20 εξαιτίας ακριβώς της δυσκολίας των εξεταζόμενων θεμάτων.
Η θεσμοθέτηση βάσης εισαγωγής λοιπόν ως ελάχιστου κριτηρίου σε διαγωνιστικές εξετάσεις στρεβλώνει την εκπαιδευτική αποστολή τους και λειτουργεί μόνο υποκριτικά ως πρόσχημα για την εφαρμογή ανομολόγητων πολιτικών επιλογών.
Αν η πολιτεία επιθυμεί πράγματι να μετατρέψει τον διαγωνιστικό χαρακτήρα των εισαγωγικών σε διαγνωστικό της ικανότητας των υποψηφίων να σπουδάσουν, τότε θα πρέπει οι εισαγωγικές εξετάσεις να διενεργούνται από τις ίδιες τις πανεπιστημιακές σχολές. Οι οποίες και θα επιλέγουν τα θέματα των εξετάσεων, διαβαθμίζοντας τη δυσκολία τους ανάλογα με τις απαιτήσεις των γνωστικών αντικειμένων που θεραπεύουν καθώς και του επιδιωκόμενου επιπέδου σπουδών.
Τότε θα αποκτήσει νόημα η θεσμοθέτηση της βάσης ως ελάχιστου κριτηρίου επιτυχίας, η οποία σε συνδυασμό και με τη σειρά κατάταξης θα καθορίζουν την εισαγωγή ή μη στη συγκεκριμένη σχολή.
Τόσο ο αριθμός όσο και η ποιότητα των φοιτητών θα επιλέγονται έτσι με ακαδημαϊκά κριτήρια από τα ίδια τα Πανεπιστήμια, μακριά από αόριστες και προσχηματικές γενικεύσεις που υπηρετούν μικροπολιτικές σκοπιμότητες.[/vc_column_text][/vc_column][/vc_row]