H φονική γρίπη του 1918 που αφάνισε τη Ζούρτσα
[vc_row][vc_column][vc_single_image image=”109600″ img_size=”full”][vc_column_text]
Ιστορικό ντοκουμέντο από την πανδημία πριν από 102 χρόνια
Μοναδικό ιστορικό ντοκουμέντο από τη φονική γρίπη του 1918, γνωστή και ως «ισπανική», έχει καταγράψει στην εφημερίδα «Η Ζούρτσα» ο Θανάσης Δαΐκος, μεταφέροντας τη φρικτή ατμόσφαιρα που επικράτησε στην περιοχή της Φιγαλείας μέσα από γράμματα και επιστολές των κατοίκων.
«Η φοβερή και θανατηφόρος γρίπη του 1918 πήρε τεράστιες και πρωτοφανείς διαστάσεις και εξαπλώθηκε σε ολόκληρη σχεδόν τη γη που τη σημάδεψε με το πέρασμά της. Χαρακτηρίστηκε ως μία από τις τρομερές και φονικότερες επιδημίες και πήρε τις διαστάσεις πανδημίας. Εθέριζε αλύπητα νεαρά και εύρωστα κατά προτίμηση άτομα δείχνοντας κάποια ανοχή και… συγκατάβαση για τους ηλικιωμένους. Σε ένα περίπου εκατομμύριο λογαριάζονται οι νεκροί σε όλο τον κόσμο. Δεν μπορούσε φυσικά να ξεφύγει και η Ελλάδα από το ανελέητο χτύπημά της, αφού Ολόκληρες οικογένειες αποδεκατίστηκαν και ξεκληρίστηκαν.
Η Ζούρτσα, απομονωμένη και κάπως μακρινή για τις συνθήκες της εποχής εκείνης, φάνηκε στην αρχή πως δεν θα ήταν μέσα στο πρόγραμμα και τις προτιμήσεις της φοβερής εκείνης αρρώστιας αι ο κόσμος είχε αρχίσει να ξεθαρρεύει, ελπίζοντας πως τελικά θα απέφευγε τον όλεθρο.
Και να τι έγραφε σε ένα γράμμα της μακρινής εκείνης εποχής, στα τέλη του 1918, η Όλγα Γ. Χατζή, νέα κοπέλα ακόμα τότε, στη μεγάλη της αδελφή της Βιτόρια, τη μέλλουσα μητέρα μου, που από τότε που παντρεύτηκε έμενε στη Ζαχάρω, όπου ο πατέρας μου υπηρετούσε ως σχολάρχης.
«…μου έλεγε ο πατέρας ότι σας έγραψε να ‘ρθήτε ένεκα της γρήπης. Επιδή εδό ακόμα δεν εφάνη τίποτα. Ήσαν άρωστη και εσηκόθηκαν και ήπαν η γιατρή ότι ήνε το μέρος τέτιο και επιδή το νερό βγένη από αλιφασκιδιές»
Μάταιες ελπίδες! Το κακό προχωρούσε και απλωνόταν παντού σκορπίζοντας το θάνατο και τίποτα δεν ήταν ικανό να σταθεί μπροστά του και να το σταματήσει το διάβα του. Τι να κάνουν μπροστά σε τέτοιο ανήμερο θεριό: «το μέρος που ήταν τέτοιο» Ή «το νερό που έβγαινε φιλτραρισμένο μέσα από τις αλιφασκιδιές». Κι έτσι, έστω και αργοπορημένη έφτασε κάποτε η φοβερή και ανελέητη γρίπη και θρονιάστηκε και στη Ζούρτσα για τα καλά και άρχισε να χτυπάει και εκεί με μεγαλύτερο θυμό και μανία και να θερίζει αλύπητα, στέλνοντας τον κόσμο κοπαδιαστά στον τάφο, λες και ήθελε να βγάλει έτσι και την κάποια καθυστέρηση!… Και πριν ακόμα βγει το 1918, τον Δεκέμβριο, ένα δεύτερο γράμμα, γεμάτο απελπισία, φέρνει τα κακά μαντάτα
«ελάβαμεν και την επιστολί σας και ήδον ότι ήσθε καλά. Εμής εδώ δεν πάμε καλά. Ήνε μεγάλος θάνατος, εχθές επέθαναν 6 σήμερα 3. Αφτό γίνετε καθημερινός…»
Σωστό μακελειό! «εχθές 6, σήμερα 3»! Και ποιος ξέρει και πόσοι άλλοι «καθημερινός» και ποιοι;… Ανάμεσα στο μεγάλο ανώνυμο πλήθος, θα μας πει σε επόμενα γράμματα και κάποια ονόματα… Και ακολουθεί το τρίτο γράμμα, το πρώτο του καινούργιου χρόνου, 1919:
«…Εδώ έχουμε μεγάλω θάνατο από 2 και 3 την ημέρα. Εχθές επεθάνανε 2 γινέκες από τι κατουρούγα και ο Τασιός ο παρόγιοργας και σήμερα ή πέθανε ο σχολάρχης ο σκουριότις και τραβάη και ο Χαράλαμπος ο Γιανίτσας και η πολή είναι υποκιντική…»
Θρήνος και οδυρμός πολύς. Όλο το χωριό βουτηγμένο στα μαύρα, στον πόνο και στην απόγνωση. Η καμπάνα του Αη-Νικόλα να χτυπάει λυπητερά τόσο καιρό τώρα ασταμάτητα. Αυτοί που μένουν πίσω, βουτηγμένοι στους θρήνους και τα δάκρυα, αλλά και στον μαύρο φόβο που τους δαγκώνει και τους ξεσχίζει τα σωθικά. Για πόσο καιρό όμως ακόμα και αυτοί… (…)
«η παπουτζέη ήνε όλη εκικάτου πεσμένη… ήπα να πάω εχθεές και στη σκάλα με τρόη το σκηλή του καρανασέουνε στο χέρη και δεν πορό να σίσο το χέρη μου ήτε να κάμο τήποτα»
Εκύκλωσαν κύνες ωσεί πολλοί…» Όλα γύρω μαύρα, κατάμαυρα, γεμάτα θλίψη, πόνο, απελπισμό. Σε λίγες μέρες, στις 18-1-1919, νέο γράμμα, με καινούργιες συφορές.
«θα εμάθατε και τον θάνατον της ξαδερφάδες, και της διό, Κατερίνα και ευθυμία. Συφορά της θεάς τις μαύρης και θάνατος μεγάλος εξακολούθη. Εσίμερα έχουμε τρις. Το κορίτση της καγιαννούς, ο πόγιας και του σοκράτη του καπλάνη η γινέκα. Αυτά ήνε τα νέα της ζούρτζας…»
Αστροπελέκι στο σπίτι του Παπα-Διονύση του Παπαϊωάννου! Οι δύο θυγατέρες του η Κατερίνα και η Ευθυμία, πέφτουν χτυπημένες και οι δύο και φεύγουνε και οι δύο αντάμα! Τραγωδία, θρήνος και σπαραγμός! Και το κακό συνεχίζεται με αμείωτη ένταση «και θάνατος μεγάλος εξακολουθή».
Τα παλιά αυτά λησμονημένα γράμματα μεταφέρουν με την αμεσότητά τους και τον αυθορμητισμό τους όλη τη φρίκη και την εφιαλτική ατμόσφαιρα της εποχής εκείνης και ο λόγος τους, απλός, ανεπιτήδευτος αλλά και κοφτερός.
«Λήπη ο πατέρας, ήμε μοναχή μου φοβάμε, αμαρτία έχασα και το σκηλή από τα προχθές και το βράδη δεν πορό να κοιμηθώ από τον φόβο μου… έχουμε και το φευγόδικο που μπαίνει μέσα στα σπίτια τα βράδια και αν μου ξεσουρόση καμιά βραδιά, συφορά μου»
[/vc_column_text][/vc_column][/vc_row]