Τρεις τακτικοί και τέσσερις λαϊκοί δικαστές του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Αθηνών καταδίκασαν ομόφωνα τον Γ.Γ. για αποπλάνηση ανήλικης που δεν είχε συμπληρώσει τα 14 έτη. Την καταγγελία έκανε η αδερφή του και χθες τα δυο αδέρφια βρέθηκαν για δεύτερη φορά αντιμέτωπα σε δικαστική αίθουσα. Το πρωτόδικο δικαστήριο είχε επιβάλει στον κατηγορούμενο ποινή φυλάκισης τριών ετών με αναστολή και είχαν ήδη περάσει δύο χρόνια από την εκδίκαση της υπόθεσης. Ωστόσο, ο κατηγορούμενος δεν παραιτήθηκε από την έφεση, υποχρεώνοντας την παθούσα να καταθέσει ξανά περιστατικά που θέλει να διαγράψει από τη μνήμη της.
Ο δικηγόρος της, Θανάσης Καμπαγιάννης, ζήτησε η διαδικασία να γίνει κεκλεισμένων των θυρών, αίτημα που έγινε δεκτό από την έδρα και έτσι η διαδικασία διεξήχθη πίσω από κλειστές πόρτες, με απόλυτο σεβασμό στην παθούσα. Εξω από τη δικαστική αίθουσα την περίμεναν οι φίλες και οι φίλοι της, αναμένοντας μια καταδικαστική απόφαση που θα την απάλλασσε από ένα εφιαλτικό βίωμα.
Στο πλευρό της στάθηκε και η ολυμπιονίκης Σοφία Μπεκατώρου, η οποία μέσα από το δικό της βίωμα εξήγησε στους δικαστές ποιοι είναι οι λόγοι που οδηγούν το θύμα να μιλήσει πολύ αργότερα από την ημερομηνία του συμβάντος. Στο άκουσμα της απόφασης η Ε. χάθηκε στις αγκαλιές των φίλων της. Ακούγοντάς τη να περιγράφει όσα έζησε, καταλάβαινες ότι οι πιο δύσκολες στιγμές της ήταν πριν καταθέσει τη μήνυση. «Το πρώτο βράδυ κοιμήθηκα με τη μήνυση κάτω από το μαξιλάρι μου», έλεγε.
Η υπόθεση είχε πάρει τον δρόμο της Δικαιοσύνης και αυτό ήταν, με κάποιον τρόπο, ανακουφιστικό. Εμενε μόνο η δικαστική απόφαση, η οποία, όπως δήλωσε η Σοφία Μπεκατώρου στην «Εφ.Συν.», «επιτρέπει στην παθούσα να μπορέσει να προχωρήσει μπροστά, να αφήσει πίσω της το τραύμα που τόσο πολύ τη βασάνισε όλα αυτά τα χρόνια. Είναι ήδη κοινωνική λειτουργός, έχει όλο το μέλλον μπροστά της και αυτό είναι ένα αισιόδοξο μήνυμα για καταστάσεις ενδοοικογενειακής βίας: ότι ακόμα και από ένα τόσο δύσκολο οικογενειακό περιβάλλον υπάρχει φως».
Διατήρηση της ποινής
Για τον Θανάση Καμπαγιάννη, «είναι πολύ σημαντικό ότι το δικαστήριο διατήρησε στην ολότητά της την πρωτόδικη απόφαση της καταδίκης με τρία έτη φυλάκιση. Είναι σημαντικό ότι ενώ η πρώτη απόφαση είχε ληφθεί με μειοψηφία δύο ενόρκων, αυτή τη φορά ήταν ομόφωνη (7-0) σε όλες τις αποφάσεις του δικαστηρίου.
»Μέσα από τη συγκεκριμένη δίκη αποδείχθηκε ότι μια αποδεικτική διαδικασία μπορεί να σέβεται όλες τις κατακτήσεις της ποινικής δικονομίας και τα δικαιώματα του κατηγορουμένου, αλλά την ίδια στιγμή να φτάνει στην απόδειξη και την αναγνώριση της αλήθειας. Αυτό ήταν το μόνο που ήθελε η παθούσα και γι’ αυτό δεν ζήτησε ούτε φυλάκιση του κατηγορούμενου ούτε χρηματική ικανοποίηση».