FOLLOW US: facebook twitter

Έρευνα κοινής γνώμης ΕΝΑ: Ένταση της κοινωνικής δυσαρέσκειας για τη διαχείριση της κρίσης

Ημερομηνία: 25-11-2020 | Συντάκτης:

Η απόφαση για lockdown στις 7 Νοεμβρίου σηματοδότησε ένα ορόσημο στη συγκυρία της πανδημικής κρίσης, με επίδραση τόσο στις ατομικές όσο και στις συλλογικές διαθέσεις και αντιλήψεις.

Στο πλαίσιο αυτό, το Ινστιτούτο Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ διεξήγαγε έρευνα κοινής γνώμης (10-11 Νοεμβρίου 2020) για την αποτύπωση στάσεων των πολιτών σε αυτή τη συνθήκη. Η έρευνα αυτή έρχεται σε συνέχεια της αντίστοιχης του Ιουλίου 2020 σχετικά με την αποτίμηση της εμπειρίας του πρώτου lockdown.

Μεταξύ των δύο ερευνών διαπιστώνονται δύο συνέχειες, ως προς την αποδοχή του lockdown και την υψηλή υποστήριξη του δημόσιου συστήματος υγείας και τρεις σημαντικές μετατοπίσεις ως προς την υγειονομική και οικονομική διαχείριση της κρίσης και την ατομική ψυχολογία των ερωτώμενων.

Δεδομένων των διαφορετικών πλαισίων διεξαγωγής τους (στην επαύριον μιας επιτυχημένης υγειονομικής διαχείρισης η πρώτη και στη συγκυρία μιας υγειονομικής επιδείνωσης η δεύτερη), είναι αναμενόμενο η εξέλιξη της διαχείρισης της πανδημίας να διαμορφώνει μεταβαλλόμενες στάσεις.

Καταρχάς, η απόφαση και για το δεύτερο lockdown διαθέτει υψηλή αποδοχή στο 62%, με τη διαφωνία να κινείται στο 37%.

Με την εν λόγω απόφαση συμφωνεί το 65% των ανδρών και το 57% των γυναικών, ενώ στις ηλικίες 17-34 οι στάσεις είναι μοιρασμένες (49% και 50% αντίστοιχα) σε αντίθεση με τις άλλες δύο ηλικιακές κατηγορίες (35-54, 55+), όπου οι θετικές γνώμες είναι υψηλότερες.

Όπως φαίνεται η συμφωνία με το lockdown συνιστά μια βασική συνέχεια σε σχέση με το καλοκαίρι, παρόλο που παρουσιαζόταν από την κυβέρνηση ως μια λύση τελευταίας ανάγκης.

Στην έρευνα του Ιουλίου είχε διαπιστωθεί υψηλά θετική αποτίμηση της υγειονομικής διαχείρισης της πανδημίας (76%) και σχετικά θετική αποτίμηση των οικονομικών μέτρων που είχαν ληφθεί (56%)· η εικόνα πλέον φαίνεται να μεταβάλλεται.

Στην έρευνα του Νοεμβρίου το 51% των ερωτώμενων αξιολογεί αρνητικά, τόσο την υγειονομική όσο και την οικονομική διαχείριση της κυβέρνησης.

Φαίνεται, επομένως, ότι σιγά-σιγά χάνεται το βασικό πλεονέκτημα της κυβέρνησης στο πρώτο κύμα του lockdown – η αποτιμώμενη ως επιτυχής υγειονομική διαχείριση – και πλέον έχει να αντιμετωπίσει μια διπλή εστία δυσαρέσκειας. Είναι σαφές ότι το υγειονομικό και οικονομικό επίπεδο πρέπει να κατανοούνται διαλεκτικά, καθώς η αυτονόητη αλληλεπίδραση μεταξύ τους συγκροτεί και το όποιο ρεύμα δυσαρέσκειας ή υποστήριξης που επικρατεί στην κοινή γνώμη.

Η επιδείνωση της υγειονομικής κρίσης επιβαρύνει την οικονομική κατάσταση και η οικονομική πίεση παράγει αρνητικές αποτιμήσεις της διαχείρισης στο υγειονομικό πεδίο, οπότε και η αποτίμηση της διαχειριστικής επάρκειας ή ανεπάρκειας αποκτά πλέον δύο σχεδόν ισοβαρή φορτία.

Σε ό,τι αφορά το ποιος μπορεί να αντιμετωπίσει το δεύτερο κύμα στης πανδημίας, το 80% τοποθετείται υπέρ του δημόσιου συστήματος υγείας και μόλις το 11% υπέρ του ιδιωτικού τομέα. Είναι ενδεικτικό ότι τα αντίστοιχα ποσοστά το καλοκαίρι κινούνταν στο 88% και 7% αντίστοιχα.

Είναι βέβαιο ότι η ελαφριά μείωση στο ποσοστό υπέρ του δημόσιου συστήματος συνδέεται με την υγειονομική επιδείνωση, παραταύτα πέρα από κάθε αμφιβολία, το τελευταίο λογίζεται ως η βασική γραμμή άμυνας απέναντι στην έξαρση της πανδημίας, συνιστώντας τη δεύτερη σημαντική συνέχεια ανάμεσα στις δύο έρευνες.

Επίσης, παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον πού οι πολίτες εντοπίζουν την κύρια ευθύνη για τη νέα έξαρση της πανδημίας. Από τη μία, λοιπόν, το 36% θεωρεί ως κύρια αιτία την έλλειψη ατομικής ευθύνης.

Από την άλλη, όμως, το 31% θεωρεί ως κύρια αιτία τη διαχείριση της κρίσης από την Πολιτεία και το 19% το «άνοιγμα» του τουρισμού. Έτσι, οι μισοί ερωτώμενοι αναγνωρίζουν διαχειριστική ανεπάρκεια, συνολική ή επιμέρους οπότε και εδώ η δυσαρέσκεια για τους κυβερνητικούς χειρισμούς δείχνει να είναι οριακά υψηλότερη από την υποστήριξη.

Ενώ λοιπόν ο επίσημος κυβερνητικός λόγος εξακολουθεί να αποδίδει τη δριμύτητα του δεύτερου κύματος της πανδημίας στην ανευθυνότητα των πολιτών, αυξάνεται παράλληλα το ποσοστό εκείνων που θεωρούν, αντίθετα, την κυβερνητική διαχείριση υπεύθυνη για την επιδείνωση, αποσύροντας την εμπιστοσύνη τους προς την κυβέρνηση:

Τέλος, σε ό,τι αφορά την ατομική ψυχολογία, στην έρευνα του Ιουλίου διαπιστωνόταν η επικράτηση συναισθημάτων «αβεβαιότητας» (39%), «ανασφάλειας» (26%), «άγχους» (24%), «φόβου» (15%) αλλά και «ηρεμίας» (29%).

Πλέον, κυριαρχούν η «αβεβαιότητα» (31%), η «οργή» (26%), η «ανασφάλεια» (23%), το «άγχος» (20%), αλλά και η «ελπίδα» (19%). Παρότι εξακολουθούν να κυριαρχούν τα αρνητικά συναισθήματα, τη θέση της «ηρεμίας» – δεύτερο πιο έντονο συναίσθημα τον Ιούλιο – παίρνει η «οργή», η οποία το καλοκαίρι βρισκόταν στην έκτη θέση (13%), δείγμα διαμόρφωσης μιας περισσότερο «επιθετικής» δυσαρέσκειας, που υποσκάπτει τις συνθήκες πλειοψηφικής υποστήριξης που είχε επιτύχει η κυβέρνηση.

Σε γενικές γραμμές, το δεύτερο lockdown συνοδεύεται από την αργή αλλά σταθερή ένταση της κοινωνικής δυσαρέσκειας, απόρροια της αρνητικής εξέλιξης της πανδημίας.

Η σχετική τάση, που καταγράφεται, προς απόψεις δυσαρέσκειας από τους νέους και τις γυναίκες, υποδηλώνει στην πρώτη περίπτωση μία αντίδραση στην επικοινωνιακή «δαιμονοποίηση» των νέων και στη δεύτερη περίπτωση το δεδομένο του υψηλού φορτίου που φέρουν οι γυναίκες στο πλαίσιο του lockdown.

Πηγή: tvxs.gr


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Καιρός Πύργος