Έφυγε από τη ζωή ο Κώστας Βουτσάς
[vc_row][vc_column][vc_single_image image=”106368″ img_size=”full”][vc_column_text]
Έχασε τη μάχη ο δημοφιλής ηθοποιός έπειτα από περίπου 20 ημέρες νοσηλείας
Θλίψη και Πανελλήνια συγκίνηση σκόρπισε η είδηση του θανάτου του αγαπημένου θεατράνθρωπου Κώστα Βουτσά ο οποίος νοσηλευόταν τις τελευταίες εβδομάδες. Ο δημοφιλής ηθοποιός έφυγε από τη ζωή τα ξημερώματα της Τετάρτης, στη μονάδα εντατικής θεραπείας του νοσοκομείου «Αττικόν» σε ηλικία 89 ετών. Τις τελευταίες 20 ημέρες ο Κώστας Βουτσάς νοσηλευόταν, έπειτα από λοίμωξη του αναπνευστικού και επιβάρυνσης της καρδιακής λειτουργίας του. Παρά τις τελευταίες θετικές πληροφορίες ότι η κατάσταση της υγείας του καλυτερεύει, τελικά δεν τα κατάφερε.
Ο Κώστας Βουτσάς συνέχισε μέχρι σχεδόν την τελευταία στιγμή να προσφέρει στο θέατρο. Μάλιστα λίγες ημέρες πριν μπει στο νοσοκομείο έπαιζε στην παιδική παράσταση του θεάτρου Μπρόντγουέι, «Σταχτοπούτα». Μέχρι το τέλος, διατηρούσε το χαμόγελό του, πάντα εξωστρεφής και χιουμορίστας, ένας άνθρωπος που έζησε γεμάτος και χορτασμένος από τη ζωή…
Το ιατρικό ανακοινωθέν
Το νοσοκομείο Αττικόν, στο οποίο νοσηλευόταν ο αγαπημένος ηθοποιός, εξέδωσε το τελευταίο ιατρικό ανακοινωθέν.
«Ο Κώστας Βουτσάς εισήχθη στο Π.Γ.Ν. «ΑΤΤΙΚΟΝ» στις 7 Φεβρουαρίου 2020 με λοίμωξη του αναπνευστικού και σημαντική καρδιακή και αναπνευστική δυσλειτουργία, που οδήγησαν σε διασωλήνωση και εισαγωγή στην Μονάδα Εντατικής Θεραπείας. Ετέθη σε μηχανική υποστήριξη της αναπνοής και της νεφρικής λειτουργίας. Η κατάστασή του σταθεροποιήθηκε αρχικά, αλλά την 24η Φεβρουάριου το βράδυ παρουσίασε σημαντική επιδείνωση που εξελίχθηκε σε πολυοργανική ανεπάρκεια και κατέληξε πάρα τις γενόμενες θεραπευτικές παρεμβάσεις, στις 26/02/2020 στις 02:24» αναφέρει το ιατρικό δελτίο.
Μια ζωή ποιώντας ήθος
Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1931 αλλά μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη από προσφυγική οικογένεια με καταγωγή από τους Επιβάτες Ανατολικής Θράκης. Το οικογενειακό επίθετο ήταν Σαββόπουλος, αλλά το «Βουτσάς» επικράτησε από τον παππού του που έφτιαχνε βαρέλια και τα βαρέλια παλαιότερα τα έλεγαν «βουτσιά». Όταν ξεκίνησε την καριέρα του, ένας θιασάρχης τού είχε προτείνει να το αλλάξει σε «Βέσελης», αλλά αρνήθηκε.
Ο πατέρας του εργάστηκε ως εργάτης οδοποιΐας κι ο μικρός Κώστας επινόησε διάφορες δουλειές του ποδαριού για επιβίωση. Στα χρόνια της Κατοχής μοίραζε προκηρύξεις στους κινηματογράφους μαζί με άλλα «Αετόπουλα» της ΕΠΟΝ.
Μετά τον πόλεμο, ασχολήθηκε με διάφορες μορφές αθλητισμού, όπως στίβο, κωπηλασία, βόλεϊ και μπάσκετ. Η πρώτη του θεατρική εμπειρία, όπως έχει πει, ήταν στα σχολικά του χρόνια όταν ο προπονητής του τον είχε στείλει για προπόνηση στη Μηχανιώνα κι έλαβε μέρος στην παράσταση της καστασκήνωσης. Έκανε ένα αρνητικό σχόλιο για το παιδί που υποδύονταν τον μεθυσμένο κι όταν ο υπεύθυνος του θεατρικού τον προκάλεσε αν μπορεί να το κάνει καλύτερα βρέθηκε τελικά με τον ρόλο.
Σπούδασε στη Δραματική Σχολή του Μακεδονικού Ωδείου, απ’ όπου αποφοίτησε το 1953 και αρχικά έλαβε μέρος σε παραστάσεις περιπλανώμενων θιάσων (μπουλούκια).
Η πρώτη του επαγγελματική εμφάνιση στην σκηνή ήταν το 1953 στο «Στρατιωτικό Θέατρο Θεσσαλονίκης» με το έργο «Άνθος του Γιαλού». Την ίδια χρονιά έκανε και την πρώτη κινηματογραφική εμφάνιση στην ταινία «Ο μπαμπάς εκπαιδεύεται» όπου εμφανίστηκε ως κομπάρσος. Στην Αθήνα ήλθε για μόνιμη εγκατάσταση το 1958 ύστερα από προτροπή της πρωταγωνίστριας του μουσικού θεάτρου Καλής Καλό. Μαζί της εμφανίστηκε στην επιθεώρηση “Πάρε Κόσμε” στο θέατρο “Περοκέ” (1958). Την επόμενη σεζόν εντάχτηκε στο δυναμικό του θεάτρου “Ακροπόλ” όπου εμφανίστηκε σε επιτυχημένες επιθεωρήσεις. Στον κινηματογράφο συνέχισε τις εμφανίσεις παίζοντας αρχικά σε δεύτερους ρόλους, όπως στις ταινίες “Η κυρά μας η μαμή” (1958), “Το αγόρι που αγαπώ” (1960), “Η Αλίκη στο ναυτικό” (1961) κ.ά..
Ξεχώρισε το 1961 στην ταινία του Γ. Δαλιανίδη “Ο Κατήφορος” και από την επόμενη χρονιά αρχίζουν οι πρώτοι πρωταγωνιστικοί ρόλοι. Μία σειρά από πρωταγωνιστικούς ρόλους σε κωμωδίες, δίπλα σε γνωστούς άλλους πρωταγωνιστές, τον βοηθάνε να καθιερωθεί. Τον συναντάμε στις ταινίες “Μερικοί το προτιμούν κρύο” (1962), “Ο φίλος μου ο Λευτεράκης” (1963), “Ζητείται τίμιος” (1963), “Κάτι να καίει” (1964), “Τέντυ μπόι αγάπη μου” (1965), “Ραντεβού στον αέρα” (1965), “Κορίτσια για φίλημα” (1965).
Έχει λάβει μέρος σε τουλάχιστον 76 ταινίες. Το 1982 σκηνοθέτησε την μοναδική του ταινία με τίτλο «Και το Λουρί της Μάνας». Το 1984 το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης τον τίμησε με ειδικό βραβείο για την συνολική του προσφορά στον κινηματογράφο, με αφορμή την ταινία «Ο Έρωτας του Οδυσσέα» (1984) του Β. Βαφέα.[/vc_column_text][/vc_column][/vc_row]