Αναπολώντας το χθες: Βράδιασε πάλι…
[vc_row][vc_column][vc_single_image image=”121291″ img_size=”full”][vc_column_text]Βρεθήκαμε τυχαία, λίγο κάτω από το επαρχείο. Κρατήσαμε απόσταση αλλά έτεινα το χέρι μου, όχι δίχως κάποιο δισταγμό. Το αγκάλιασε με θέρμη και ένα ζεστό χαμόγελο. Με το άλλο χέρι πήγε να μου προσφέρει αντισηπτικό αλλά τον σταμάτησα, λέγοντας: «Άσε, έχω δικό μου!». Από κει κι έπειτα η συζήτηση πήγε όπως θα πήγαινε μεταξύ δύο παλιών φίλων, οι οποίοι δεν έχουν πια και πολλές ευκαιρίες να συναντηθούν, αλλά ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο, σε τέτοια συναπαντήματα λέγονται όσα πρέπει να ειπωθούν.
Όλα μας τα πήραν. Δεν μας άφησαν τίποτα. Μας πήραν μέχρι και τον καημό, και τον αναστεναγμό μας, σιγοψιθύρισε σαν να απολογιόταν. Περπατούσα δίπλα του σκυφτός, σκεπτόμενος πόσο δίκιο είχε.
Χαρήκαμε που έστω και υπό αυτές τις συνθήκες ειδωθήκαμε, ωστόσο το απόσταγμα αυτών των λίγων λεπτών ήταν μάλλον πικρό. Το έχει και η εποχή αυτό. Στην ελληνική επαρχία ειδικά, όσο προχωρά το φθινόπωρο με αργά, νωχελικά βήματα προς τον βαρύ χειμώνα, τόσο ενισχύεται ο μελαγχολικός παλμός της καθημερινότητας. Όσο βραδιάζει όλο και πιο νωρίς, τόσο γρηγορότερα καταφθάνει η δυσθυμία της νυχτιάς. Γι’ αυτό μία στο τόσο, όχι πολύ συχνά, αλλά όσο χρειαζόταν, βρισκόμασταν σε κάποιο ταβερνάκι, να ακούσουμε δυο-τρία μινόρε, να πιούμε λίγο κρασί, και κυρίως να ανταλλάξουμε δυο κουβέντες, να φύγουν οι έγνοιες κι οι σκοτούρες σαν καπνός σέρτικου τσιγάρου από μέσα μας.
Ακόμα κι αυτό μας πήραν. Ακόμα την ευκαιρία να λέμε τα δικά μας. Να ξαποσταίνουμε λιγάκι σε στάσεις φιλικές, προτού συνεχίσουμε την άδοξη πορεία μας στον μάταιο ανθρώπινο χρόνο. Όλα κλειστά. Ούτε τσιγάρα δεν βρίσκεις πια αυτές τις μέρες ή μάλλον τις νύχτες. Νύχτες που βυθίζονται στην μοναξιά και στην απομόνωση. Όχι από επιλογή, αλλά λόγω μέτρων προφύλαξης μιας εξουσίας άμετρης και ανεξέλεγκτης. Τι να την κάνεις τέτοια ζωή; Όταν δεν αντέχεται το βράδυ; Όταν βραδιάζει και δεν υπάρχει ψυχή ολόγυρα; Και εσύ ξέρεις ότι πάλι απόψε θα παιχτεί το ίδιο έργο, της σιωπής και της αποστασιοποίησης.
Βραδιάζει, άνοιξα το παράθυρο κι αφουγκράστηκα μακριά το αιώνιο παράπονο του κόσμου. Βραδιάζει, ξαποσταίνει η μέρα, ξαποσταίνει η ψυχή και είναι ώρα το μυαλό να ονειρευτεί…[/vc_column_text][/vc_column][/vc_row]