Ακαταμάχητο το δικαίωμα της Ελλάδας για την επανένωση των Γλυπτών του Παρθενώνα
[vc_row][vc_column][vc_single_image image=”155566″ img_size=”full”][vc_column_text]Του βουλευτή και πρώην υπουργού Πολιτισμού Κώστα Τζαβάρα
Η επανένωση των γλυπτών του Παρθενώνα και η ενσωμάτωσή τους στο μνημείο της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομίας, από το οποίο ο 7ος Κόμης του Έλγιν, Τόμας Μπρους, ο διαβόητος Λόρδος Έλγιν, βιαίως τα απέσπασε και τα μετέφερε στην Αγγλία ως «λάφυρα»στις αρχές του 19ου αιώνα, αποτελεί πάγια εθνική αξίωση της χώρας, την οποία υποστήριζαν και εξακολουθούν να υποστηρίζουν σημαντικές προσωπικότητες των Κλασικών Σπουδών, τόσο από την Ελλάδα όσο και από το εξωτερικό, όπως προκύπτει από τα πρόσφατα δημοσιεύματα στον ελληνικό και διεθνή Τύπο. Αξίζει τον εθνικό έπαινο η κινητικότητα που αναπτύσσει τον τελευταίο καιρό ο Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, επισημαίνοντας σε κάθε ευκαιρία, τόσο στο εσωτερικό, όσο και στο εξωτερικό, την ηθική τουλάχιστον υποχρέωση που έχει το Ηνωμένο Βασίλειο απέναντι στην Ελλάδα και σε ολόκληρο τον πολιτισμένο κόσμο να επιστρέψει τα Γλυπτά στον τόπο που τα δημιούργησε.
Αναμφίβολα η στάση αυτή στηρίζεται στην εθνική γραμμή διεκδίκησης των Γλυπτών του Παρθενώνα που για πρώτη φορά διαμόρφωσε και χάραξε με θεσμικό τρόπο η adhocΕιδική Συμβουλευτική Επιτροπή, η οποία συστάθηκε στο Υπουργείο Πολιτισμού το 2012. Τότε ως υπουργός Πολιτισμού στην κυβέρνηση Σαμαρά, είχα διαπιστώσει ότι στο μείζον αυτό εθνικό ζήτημα η Ελλάδα δεν διέθετε διαχρονικά μια σταθερή και ενιαία γραμμή, αλλά ο κάθε υπουργός Πολιτισμού μέχρι τότε προέβαλε, ανάλογα με τις προσωπικές του αντιλήψεις για το θέμα αυτό, μια διαφοροποιημένη κάθε φορά θέση για τον προσήκοντα τρόπο χειρισμού του. Άλλοτε γινόταν λόγος για επιστροφή των μαρμάρων στην πατρίδα τους («επαναπατρισμός»), δίνοντας το δικαίωμα στο Ηνωμένο Βασίλειο να προβάλει ως αντίλογο ότι τα μνημεία της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς, όπως τα Γλυπτά του Παρθενώνα, ανήκουν σε όλη την οικουμένη και επομένως δεν χρειάζεται να μετακινηθούν από το Βρετανικό Μουσείο. Άλλοτε πάλι προβαλλόταν ως βέλτιστη λύση η δικαστική διεκδίκηση των μνημείων, με κίνδυνο να εμπλακεί η χώρα σε ατέρμονες δικαστικούς αγώνες, που ως γνωστόν, δε θα μπορούσαν να καταλήξουν σε θετικό αποτέλεσμα, αφού δεν υπάρχει μέχρι σήμερα κανένα Διεθνές Δικαστήριο που να έχει ως δικαιοδοσία την εκδίκαση αγωγών μεταξύ κρατών για την προστασία πολιτισμικών αγαθών. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, πήρα τότε την πρωτοβουλία να συστήσω την Ειδική Συμβουλευτική Επιτροπή για τη χάραξη της εθνικής γραμμής διεκδίκησης των Γλυπτών του Παρθενώνα.
Σε αυτήν την Επιτροπή, που αποστολή είχε να συμβουλεύει τον εκάστοτε Υπουργό Πολιτισμού για τον πλέον ενδεδειγμένο τρόπο αντιμετώπισης του εθνικού αυτού ζητήματος, τοποθέτησα Πρόεδρο τον κ. Χριστόφορο Αργυρόπουλο, διαπρεπή νομικό και έως τότε Πρόεδρο του ιδρύματος Μελίνας Μερκούρη, για να συνδεθεί συμβολικά η λειτουργεία της Επιτροπής αυτής με του αγώνες της αείμνηστης Μελίνας Μερκούρη, η οποία ως Υπουργός Πολιτισμού της Ελλάδας έθεσε για πρώτη φορά το ζήτημα της επιστροφής των Γλυπτών του Παρθενώνα, στη Διεθνή Διάσκεψη Υπουργών Πολιτισμού της UNESCO, τον Ιούλιο του 1982 στο Μεξικό.
Στην ίδια επιτροπή ορίστηκαν να συμμετέχουν καταξιωμένοι επιστήμονες, υψηλής κατάρτισης και επάρκειας γνώσεων στο ζητήματα διεκδίκησης πολιτιστικών αγαθών σε διεθνές επίπεδο, όπως η κ. Έλενα Κόρκα, Δρ. Αρχαιολόγος, Προϊστάμενη της Εφορείας Αρχαιοπωλείων και Ιδιωτικών Αρχαιολογικών Συλλογών του ΥΠΑΙΘΠΑ, η κ. Ειρήνη Σταματούδη, Δρ Νομικής με ειδίκευση σε θέματα διεκδίκησης πολιτιστικών αγαθών και Διευθύντρια του Οργανισμού Πνευματικής Ιδιοκτησίας και οκ. Πάνος Καλογερόπουλος, Πρεσβευτής, εκπρόσωπος του Υπουργείου Εξωτερικών, με πείρα στο χειρισμό αναλόγων θεμάτων σε διπλωματικό επίπεδο. Εν συνεχεία, καθ’ υπόδειξη της επιτροπής αυτής, κατέθεσα Προσφυγή της Ελλάδας στην νεοσύστατη τότε Επιτροπή της UNESCOγια ζητήματα διεκδίκησης πολιτιστικών μνημείων από κράτη-μέλη της UNESCO.
Εξακολουθεί να αποτελεί ακλόνητη πεποίθησή μου ότι το ηθικό δικαίωμα της Ελλάδας υπερισχύσει κάθε προσχηματικής και παρελκυστικής αντίρρησης που προβάλλει κάθε φορά το Ηνωμένο Βασίλειο, όπως λόχου χάρη ότι την αρμοδιότητα για τη λήψη της απόφασης της επιστροφής έχει δήθεν το Βρετανικό Μουσείο και όχι η Κυβέρνηση του. Έτσι ακριβώς μου είχε απαντήσει ο τότε Βρετανός πρωθυπουργός Ντέιβιντ Κάμερον. Πλην όμως, αυτού του είδους οι προφάσεις προσβάλλουν, εκτός των άλλων, τη θεμελιώδη αρχή που διέπει τη διεθνή προστασία των πολιτιστικών αγαθών και επιβάλλει την επανένωση με το μητρικό μνημείο των τμημάτων που αποσπάστηκαν από αυτό και βρίσκονται σε άλλο τόπο, ως ένδειξη σεβασμού στην επιλογή του δημιουργού να τοποθετήσει ολόκληρο το δημιούργημά του σε συγκεκριμένο φυσικό και πολιτισμικό περιβάλλον. Αλλά και ως εκδήλωση αναγνώρισης του αυτονόητου δικαιώματος που έχει κάθε μέλος της πολιτισμένης οικουμένης να απολαμβάνει την αδιάσπαστη εικόνα του μνημείου ως όλου στη θέση που εξαρχής το τοποθέτησε ο δημιουργός του.[/vc_column_text][/vc_column][/vc_row]