«Πού κάναμε λάθος;»
Η ανάγκη για «ασφάλεια» ήταν πάντα ένα συναίσθημα που φώλιαζε στις καρδιές των ανθρώπων. «Να βάζεις στη μπάντα κάνα φράγκο» μου λέγαν πάντα από μικρή οι γονείς μου. «Για τη δύσκολη ώρα, ποτέ δεν ξέρεις τι μπορεί να σε βρει».
Κείνα τα χρόνια, φύλαγαν, το «περίσσευμα» από το μισθό τους, στο σπίτι. Αργότερα, άνοιξαν βιβλιάριο στην τράπεζα, στο οποίο, όταν το επέτρεπαν οι συνθήκες, αποταμίευαν μερικές δραχμές, όσες περίσσευαν από το μεροκάματο του πατέρα, που πάλευε τα καλοκαίρια στο λιοπύρι και το χειμώνα στην παγωνιά, για να μη μας λείψει τίποτα. Και δεν μας έλειψε, όπως τώρα πια μπορώ να καταλάβω, παρά μόνο εκείνες οι μικρές υπερβολές των παιδιών, που τα θέλουν όλα χωρίς φειδώ.
«Το βιβλιάριο και τα μάτια σας» μας έλεγαν. «Αυτά τα πέντε φράγκα, είναι για ώρα ανάγκης…».
Είχανε δίκιο. Χρειάστηκαν πολλές φορές, να «βάλουν χέρι», επουλώνοντας απρόοπτα προβλήματα, κυρίως υγείας, μιας και το ελληνικό κράτος, δεν φημίζονταν για την κοινωνική του πολιτική. Αυτό το «περίσσευμα» ήταν το μόνο αντίδοτο σε μια ζωή, που μπορούσε σε μια στιγμή, να σου φέρει τα πάνω κάτω.
Όπως και τώρα. Που τα «πάνω κάτω» ήρθαν για όλους. Και αν όλοι εκείνοι, που επέλεγαν μια ζωή, να διαφεντεύουν τις ζωές τους, δεν φιλοτιμήθηκαν ποτέ να τους το πουν, το κατάλαβαν με τον πιο οδυνηρό τρόπο.
Αρχικά, σταμάτησε να υπάρχει το «περίσσευμα» και σιγά- σιγά, διαπίστωναν ότι ο μόχθος του μήνα ή η σύνταξη δεν έφταναν ούτε για τα απαραίτητα. Ας μη μιλήσουμε για τους ανέργους…
Η ανασφάλεια, έγινε σαράκι που κατατρώει τις ψυχές. Κύρτωσε τις πλάτες, θρυμμάτισε την αισιοδοξία, έκλεψε τα χαμόγελα. Ο κόσμος τους γκρεμίστηκε. Δεν έμεινε τίποτα στέρεο για να πιαστούν. Μόνο ένα μόνιμο και βασανισμένο ερώτημα. Που κάναμε λάθος;