ΟΡΟΠΕΔΙΟ ΦΟΛΟΗΣ – ΚΑΣΤΑΝΙΑ – ΑΣΘΕΝΕΙΕΣ
Του Παναγιώτη Λάττα MSc Δασολόγου Δασάρχη Πύργου
Το Δασικό Σύμπλεγμα Κάπελης – Φολόης – Πηνείας αποτελεί βασικό πυρήνα ανάπτυξης της ορεινής Ηλείας αφού πέρα από τις σημαντικές υπηρεσίες και τα αγαθά που προσφέρει αποτελεί και χώρο ανάπτυξης διάφορων ιδιωτικών δραστηριοτήτων που σκοπό έχουν την επιπλέον παραγωγή νέων αγαθών και υπηρεσιών οι οποίες συμπληρώνουν και βοηθούν την αύξηση του εισοδήματος του δασόβιου και παραδασόβιου πληθυσμού.
Η καλλιέργεια της καστανιάς και το κάστανο είναι ένα από τα προϊόντα που παράγονται στο οροπέδιο της Φολόης και συμβάλει σημαντικά στη βελτίωση του εισοδήματος του ντόπιου πληθυσμού. Δυστυχώς όμως η εγκατάλειψη της υπαίθρου, οι ασθένειες και μια σειρά προβλημάτων οδήγησαν ώστε η παραγωγή του κάστανου να μην έχει την αναμενόμενη αύξηση όπως σε αντίστοιχες άλλες χώρες της μεσογείου που η παραγωγή έχει διπλασιαστεί ή τριπλασιαστεί τα τελευταία χρόνια.
Συγκεκριμένα η ασθένεια του έλκους της καστανιάς η οποία πρωτοεμφανίστηκε στην Ελλάδα στο Πήλιο το 1963 και στη συνέχεια επεκτάθηκε σε όλες τις καστανοπαραγωγές περιοχές της χώρας, οφείλεται στο μύκητα Cryphonectria parasitica και μεταφέρθηκα αρχικά από την Κίνα στις ΗΠΑ το 1904 όπου εξαφάνισε κυριολεκτικά 36 εκατομμύρια στρέμματα της Αμερικανικής καστανιάς κατά το πρώτο μισό του 20ου αιώνα και από το 1938 που έφθασε στην Ευρώπη και μέχρι σήμερα συνεχίζει να νεκρώνει εκατομμύρια δένδρα σε όλη την περιοχή εξάπλωσης της Ευρωπαϊκής καστανιάς. Πρώτη η Γαλλία και μετά η Ιταλία εφάρμοσαν μια μέθοδο βιολογικής καταπολέμησης μετά από έρευνα 30 περίπου ετών. Η χώρα μας, μετά από 20ετή έρευνα των Ινστιτούτων Δασικών Ερευνών της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης έγινε η τρίτη στην Ευρώπη που κατάφερε να εφαρμόσει ένα παρόμοιο πρόγραμμα σε σχεδόν εθνική κλίμακα από το 2007. Στην περιοχή του οροπεδίου της Φολόης φέτος για τρίτη συνεχή και τελευταία χρονιά συνεχίζουμε τους εμβολιασμούς με την εισαγωγή υποπαθογόνων στελεχών του μύκητα Cryphonectria parasitica περιμετρικά των ελκών των ασθενών δένδρων («αντιμύκητα» ή «εμβολίου») όχι σε όλα τα ασθενικά δέντρα αλλά σε ένα αριθμό 2-3 ασθενών δένδρων το στρέμμα, προκειμένου όχι να θεραπεύσουμε την ασθένεια κάθε δένδρου στον καστανεώνα του κάθε παραγωγού αλλά να εγκαταστήσουμε τον «αντιμύκητα» και να μετατραπεί σε υποπαθογόνο και στη συνέχεια η φύση με φυσικούς μηχανισμούς να επιφέρει τη ύφεση της ασθένειας σε 2-4 περίπου χρόνια. Από τις μέχρι τώρα μετρήσεις μας και παρατηρήσεις μας τα αποτελέσματα είναι πολύ ικανοποιητικά.
Μία όμως καινούργια απειλή για τα καστανοδάση μας είναι το έντομο Dryocosmus kuriphilus (σφήκα της καστανιάς), η οποία εντοπίστηκε για πρώτη φορά το 2002 στην Ιταλία και έκτοτε εξαπλώθηκε ραγδαία, εκμεταλλευόμενο τόσο την αναπαραγωγική στρατηγική του (είναι παρθενογενετικό έντομο) όσο κυρίως την απρόσκοπτη και συχνά ανεξέλεγκτη μεταφορά φυτευτικού υλικού ανάμεσα στις χώρες της Ευρώπης. Στη χώρα μας πρόσφατα το 2014 εντοπίστηκε για πρώτη φορά στην Περιφερειακή Ενότητα Πιερίας. Το έντομο προσβάλει τα διάφορα είδη καστανιάς και προκαλεί μείωση της παραγωγής των κάστανων ως 85%, μείωση της ανάπτυξης και τελικά εξασθένιση των δένδρων. Ο κύριος τρόπος εξάπλωσής του σε μεγάλες αποστάσεις είναι μέσω της μετακίνησης φυτών προς φύτευση (νεαρά δενδρύλλια), ενώ σε μικρές αποστάσεις εξαπλώνεται με την πτήση των ενηλίκων ατόμων. Τα ενήλικα εμφανίζονται από τα μέσα Ιουνίου ως και το τέλος Ιουλίου και ωοτοκούν στους οφθαλμούς των νεαρών βλαστών των δένδρων. Η εκκόλαψη των προνυμφών ξεκινάει κατά τα τέλη Ιουλίου και διαρκεί ως τα τέλη Αυγούστου. Το έντομο προκαλεί κηκίδες σε νεαρά φύλλα, βλαστούς και οφθαλμούς, οι οποίες στο αρχικό στάδιο (καλοκαίρι) δεν είναι ορατές και γίνονται αντιληπτές την επόμενη άνοιξη, όπου πλέον τα σημεία προσβολής είναι πολύ ευδιάκριτα. Εξαιτίας της βιολογίας του D. kuriphilus, αλλά και άλλων παραγόντων, η αποκλειστική χρήση χημικών έχει περιορισμένα αποτελέσματα, βέβαια η εφαρμογή ψεκασμών φυλλώματος (όπου είναι δυνατή) κατά την περίοδο της εμφάνισης των ενηλίκων μπορεί να παρέχει κάποιου είδους προστασία. Η αποτελεσματικότερη και μόνιμη αντιμετώπιση του εντόμου θεωρείται η βιολογική καταπολέμηση με την απελευθέρωση ενός φυσικού εχθρού του εντόμου όπως με τη χρήση του παρασιτοειδούς εντόμου Torymus sinesnis.
Ο Δασάρχης
Παναγιώτης Λάττας
MSc Δασολόγος