Οι χυλο-πιτες του Μπάμπη
Μόλις την πρωτοαντίκρισε ο Μπάμπης στο καφέ, ένοιωσε να τον διαπερνά ηλεκτρικό ρεύμα. Η καρδιά του, άρχισε να χτυπά με τρελούς ρυθμούς και η θερμοκρασία του πήρε να φουντώνει λες και λάβα ηφαιστείου άρχισε να κυλά στις φλέβες του.
Κουβέντιαζε χαμογελαστή με τη φιλενάδα της στο απέναντι τραπέζι, ρίχνοντας γύρω της αδιάφορες ματιές με το σπαθάτο βλέμμα της. Το λακκάκι στο πηγούνι της σχημάτιζε μια δίνη που παρέσερνε ήδη του φαντασία του σε ωκεανούς ηδονής.
Θιασώτης του κεραυνοβόλου έρωτα ο Μπάμπης, επέμενε πως τις γυναίκες πρέπει να τις κατακτάς δια της εφόδου, τακτική που μπορεί να αποδίδει μια στις δέκα, όποτε όμως η πιθανότητα επαληθεύεται, σε αποζημιώνει στο εννεαπλάσιο για κάθε χυλόπιτα.
Πλησίασε τις κυρίες επινοώντας μια πειστική πρόφαση και εστίασε το ενδιαφέρον του αρχικά στην άλλη. Η ουδόλως ευκαταφρόνητη πείρα του με το ασθενές φύλο τον είχε διδάξει πως οι ωραίες παγιδεύονται πιο εύκολα στα δίχτυα σου, όταν κορτάρεις ενώπιον τους τις ασουλούπωτες φίλες τους. Το αντικείμενο του πόθου του τσίμπησε το δόλωμα. Το πρώτο ραντεβού κλείστηκε για την επαύριον, τη στιγμή που η κολακευμένη παρείσακτη κατευθύνθηκε στο βεσέ να φρεσκαριστεί. Στο τρίτο έπλεε σε πελάγη ευτυχίας.
Πέρασε το φθινόπωρο και ο χειμώνας και ο Μπάμπης επισκεπτόταν την καλή του ανά τακτά διαστήματα όπως είχαν συμφωνήσει, όταν ο άντρας της απουσίαζε για επαγγελματικούς λόγους στην επαρχία. Φυσικά πάντοτε υπό άκρα μυστικότητα και με την συνδρομή της έμπιστης υπηρέτριας, την οποία αντάμειβε αδρά για την διακριτικότητα της.
Μεσούσης της Άνοιξης, η καμαριέρα θες από τύψεις, θες από λύπηση εκμυστηρεύτηκε στον κ. Μπάμπη ότι η καλή του τον εξαπατά και συναντιέται με τόσους εραστές όσες και οι νύχτες που αυτός προσμένει το κάλεσμα της. Αρνήθηκε να το πιστέψει.
Κρυμμένος όμως σε επίκαιρο σημείο διαπίστωσε ιδίοις όμμασι το ανοσιούργημα.
Το φυσάει και δεν κρυώνει ο Μπάμπης…