«Λίγο πιο λεπτές, σας παρακαλώ»…
Παρασκευή απόγευμα, εκεί γύρω στις 5 και κάτι. Ρίχνω τις τελευταίες ματιές στο ρεπορτάζ της ημέρας. Μην ξέχασα κάτι σημαντικό, μην έχει γίνει κάποιο λάθος, αν ο τίτλος είναι σωστός. Ένας αναστεναγμός ανακούφισης μου βγαίνει αυθόρμητα. Επιτέλους πάει και αυτή η εβδομάδα. Από Δευτέρα πάλι.
Τακτοποιώ το γραφείο μου, μαζεύω τα προσωπικά μου είδη και αφού ευχηθώ καλή δύναμη στους συναδέλφους που συνεχίζουν- η δουλειά στην εφημερίδα δεν σταματά ποτέ- αποχωρώ γρήγορα- γρήγορα.
Βλέπεται οι Παρασκευές είναι αφιερωμένες, μετά το τέλος της δουλειάς, στο «ναό της κατανάλωσης». Αν και τα τελευταία χρόνια οι τεράστιες «ουρές» σπανίζουν- η κρίση και τα μνημόνια τα έχουν αλλάξει όλα- καταναλωτές πάντα υπάρχουν και μάλιστα όπως διαπιστώνω, περνούν πολύ περισσότερο χρόνο στους διαδρόμους με τα προϊόντα απ’ ότι παλιότερα, που κάποιος ψώνιζε σα «σίφουνας» όλα όσα πίστευε ότι χρειαζόταν και ας μην είχε ιδέα πόσο κοστίζει ένα πακέτο μακαρόνια.
Λίγο πολύ, έχω μια «λίστα» στο μυαλό μου, με τα απαραίτητα της εβδομάδας.
Υπενθυμίζω μόνο στον εαυτό μου, ότι δεν πρέπει να ξεχάσω να πάρω και κάποια λιχουδιά για τα κορίτσια μου, γιατί στην επιστροφή στο σπίτι, η ερώτηση «μαμά τι μας πήρες» θα επαναλαμβάνεται έως ότου ανακαλύψουν όλα όσα κρύβουν μέσα οι σακούλες.
Παρατηρώ λοιπόν ανθρώπους να στέκονται μπροστά από τα ράφια και να ελέγχουν τις τιμές, να αναζητούν τη χαμηλότερη και να αφήνουν μετά από διπλή πολλές φορές σκέψη στο καλάθι τους, μια μόλις συσκευασία από αυτό που επιθυμούν. Ίσα- ίσα για μια μαγειρεψιά…
«Διακόσια πενήντα γραμμάρια φέτα παρακαλώ» ακούω να λέει διστακτικά η προπορευόμενη κυρία στον υπάλληλο.
«Είναι 50 γρ. παραπάνω, να το αφήσω;» ρωτά, και με το νεύμα της, του γνέφει καταφατικά.
«Κάτι άλλο;»
Σηκώνω το κεφάλι, και τη βλέπω που ξεροκαταπίνει.
«Δέκα φέτες κασέρι. Λεπτές σας παρακαλώ».
Ο υπάλληλος πιάνει το «μπαστούνι», αφαιρεί την μεμβράνη και αφού ρυθμίζει τη μηχανή κάνει μια δοκιμή.
«Τόσο είναι καλά ή μήπως τις θέλετε πιο λεπτές;»
Η φωνή της ίσα που βγαίνει.
«Αν γίνεται, λίγο πιο λεπτές…»
Νοιώθω, ότι θέλει να ανοίξει η γη να την καταπιεί. Η ερώτηση του υπαλλήλου, ηχεί στα αυτιά μου, σαν χλευασμός, σαν αναθεματισμένη ταπείνωση.
«Μα πόσο πιο λεπτές κυρία μου; Λίγο ακόμα και θα γίνουν αόρατες…».
Είμαι ακριβώς δίπλα της, και νιώθω τη ντροπή που αισθάνεται. Κατεβάζω τα μάτια…
«Κάτι άλλο;»
«Όχι, όχι, ευχαριστώ» απαντά και τοποθετεί τα δυο δεματάκια στο καλάθι της και απομακρύνεται…
Κάποτε, πριν τις περικοπές των μισθών, μπορούσες να ενδώσεις σε ότι τραβούσε η όρεξη σου. Τώρα μετράς το πάχος της φέτας του κασεριού, σαν να μετράς την ισχνάδα της κοινωνικής σου ύπαρξης. Κοιτάς γύρω σου μήπως και κατάλαβαν το περίεργο συναίσθημα ντροπής που νιώθεις. Λες και ευθύνεσαι εσύ για την ήττα που άλλοι αποφάσισαν για τη ζωή σου…
Ωχ, μην ξεχάσω τις λιχουδιές των παιδιών…