Η Νάνσυ Μπούκλη αποκαλύπτεται
[vc_row][vc_column][vc_single_image image=”43458″ img_size=”full”][vc_column_text]Η νεαρή ηθοποιός από τον Πύργο μιλά για το ξεκίνημά της, την πορεία της, τα σχέδια και τα όνειρά της
Η παιδική και εφηβική της ηλικία συνέπεσαν με μια εξαίσια συνθήκη, όπου ο κόσμος όλος ήταν μια σκηνή. Δέκα χρόνων έστελνε τα χειρόγραφά της στην εφημερίδα του Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου Ολυμπίας.
Έζησε σε ένα περιβάλλον φιλικό προς τη φαντασία της, γεγονός που την έκανε να πιστεύει ότι το ωραίο ποτέ δεν είναι μακριά. Φέτος η Νάνσυ Μπούκλη θα μοιράσει τη ζωή της μεταξύ Ερρίκου Ίψεν και Δανιήλ Χαρμς. Εθνικό Θέατρο και Tempus Verum – Εν Αθήναις.
Όνειρο της είναι να παίξει σε ταινία κάποιου Άντερσον. Οπότε το «New Page» στέλνει μήνυμα επιτόπου είτε στον Γουές είτε στον Ρόι να την έχουν στον νου τους (κλείσιμο ματιού).
Νάνσυ, ήσουν κι εσύ από εκείνα τα τυχερά παιδιά που απορροφούσαν συνεχώς καλλιτεχνικές επιρροές;
Νομίζω ότι είχε γίνει κάτι που κατάλαβα όσο μεγάλωνα. Οι γονείς μου ήταν πολύ νέοι και με έβλεπαν σαν κάτι πολύ ιδιαίτερο. Ζούσα με μια κάμερα στο σπίτι κι έπαιζα με αυτή. Εκανα, ας πούμε, μια περιγραφή αυτού που καταγραφόταν. Οκτώ χρόνων διόρθωνα τους φίλους μας όταν πρόφεραν το όνομά μου χωρίς σίγμα στο τέλος στη γενική πτώση. Μιλούσα ακατάπαυστα και σταματούσα μόνο στον ύπνο μου.
Φοβερό! Κι αυτή η χαρισματική κοινωνικότητα συνεχίστηκε και στο σχολείο, να φανταστώ…
Στο σχολείο ήμουν πρόεδρος της τάξης. Είχα την τύχη να πέσω και σε δασκάλους που αγαπούσαν πολύ τη δουλειά τους. Στην Ηλεία, εκεί που μεγάλωσα, υπάρχει το Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Ολυμπίας για Παιδιά και Νέους. Σε αυτό το Φεστιβάλ με είχε στείλει η δασκάλα μου για να μπω στην κριτική επιτροπή.
Ετσι άρχισα να βλέπω πολλές ταινίες, γνώρισα και τους ιδρυτές του Φεστιβάλ, τους εξαίσιους Δημήτρη Σπύρου και Νίκο Θεοδοσίου. Σίγα σιγά έγραφα και στην εφημερίδα του Φεστιβάλ τις κριτικές μου. Σχεδόν όλοι μου οι συμμαθητές κατέληξαν να γίνουν καλλιτέχνες. Κάναμε και δική μας ταινία, την οποία στείλαμε στο Φεστιβάλ. Στα δεκαεφτά φτάσαμε μέχρι τη Νότια Κορέα.
Και όσο συνέβαιναν όλα αυτά, εσύ προετοίμαζες τον δρόμο σου, σωστά;
Σε ένα ταξίδι στη Σερβία μού λέει ένα παιδί: «Ρε συ, Νάνσυ, δεν θες να παίξεις κάποια στιγμή;». Του απάντησα ότι θέλω πολύ και ότι σκόπευα εκείνη τη χρονιά να δώσω εξετάσεις σε Δραματική Σχολή. Το είχα συζητήσει με τον Σπύρου και τον Θεοδοσίου, οι οποίοι μου είχαν να προτείνει να πάω στη σχολή της κυρίας Χατούπη. Εδωσα και πέρασα, κι εκεί άρχισε ένας άλλος δρόμος.
Δύσκολος δρόμος;
Θεωρώ ότι η ενηλικίωσή μου έγινε στη σχολή. Στα τέσσερα χρόνια της σχολής ήρθαν κι έφυγαν άνθρωποι που ο καθένας κάτι άφησε πάνω μου. Αν ήμασταν όλοι συνομήλικοι, θα ζούσαμε την εμπειρία της σχολής σαν μια προέκταση του λυκείου. Δυσκολεύτηκα μόνο στη διαδικασία κι όχι όταν τελείωσαν οι σπουδές μου.
Πότε θυμάσαι να αγχώθηκες πολύ;
Στο δεύτερο έτος έπαθα το άγχος που παθαίνουν όλοι: Και τώρα τι γίνεται; Αλλά κατάλαβα ότι ο δρόμος υπάρχει, αρκεί να χαλαρώσεις. Κάπως, λοιπόν, συνέβη με τρεις συμφοιτητές μου και μας είδε ο Κώστας Γάκης και μας πρότεινε να κάνουμε όλοι μαζί μια παράσταση. Κι έτσι προέκυψε η παράσταση «Δεν μιλάμε γι’ αυτά» στο Θέατρο του Νέου Κόσμου. Πρώτη φορά σεζόν. Ημασταν τρισευτυχισμένοι. Η παράσταση πήγε πάρα πολύ καλά.
Συν-γράψατε, συν-σκηνοθετήσατε; Αυτό εννοείς;
Ακριβώς. Νομίζω ότι το θέμα ήταν πολύ σημαντικό κι εμείς το αγγίξαμε κάπως επιδερμικά. Μπορεί όμως να μην μπορούσαμε να το κάνουμε πιο βαθιά ή και να μην χρειαζόταν. Είχαμε δουλέψει πάρα πολύ όμως.
Και το ’να έφερε τ’ άλλο…
Ναι. Το 2013 έπαιξα στις «Τραχίνιες», στο Εθνικό. Βρέθηκα σε μια πολύ δυναμική ομάδα, που την ενέργειά της δεν θα την ξεχάσω ποτέ.
Και πας Επίδαυρο για πρώτη φορά. Εμπειρία ασύλληπτη…
Πριν παίξω στην Επίδαυρο έλεγα «έλα μωρέ, εντάξει». Δεν είχα πάει στην Επίδαυρο ποτέ και με του που φτάνω αρχίζουν να τρέχουν τα μάτια μου. Τότε λέω «παραδέξου το, εδώ έχει συμβεί κάτι». Τρομερή εμπειρία, ναι, και να συνυπάρχουμε τόσες γυναίκες μαζί.
Και μετά;
Μετά ήθελα να ασχοληθώ λίγο με τον λόγο. Ηθελα να δω τι σημαίνουν αυτά που λέμε και πόση δύναμη έχουν. Εκανα, λοιπόν, κάποια μαθήματα και μια παύση για δύο χρόνια.
Σε είχα δει στο «Περί φύσεως». Φαινόταν η απόσταση που είχες πάρει.
Ναι. Ηταν άνοιγμα η συνεργασία μου με την Bijoux de Kant. Είχα βήμα να εκφραστώ. Ηταν σαν παιδική χαρά. Εχω γνωρίσει τελικά υπέροχους ανθρώπους, δεν έχω κανένα παράπονο.
Δεν πιστεύω ότι υπάρχει άνθρωπος που δεν έχει κανένα παράπονο.
Το μόνο μου παράπονο είναι ότι εδώ είμαστε λίγο εγκλωβισμένοι σε στερεότυπα. Μια ωραία ξανθιά κοπέλα θα υποδύεται μόνο την όμορφη και την καλούλα. Δεν μπορώ άλλο μ’ αυτά. Και επειδή τυχαίνει να έχω βαριά φωνή, ίσως δεν γίνεται να παίζω πάντα την καλούλα. Και χαίρομαι γι’ αυτό.
Στον Πύργο θες να ξαναγυρίσεις;
Α, όχι! Νομίζω ότι στην επαρχία οι άνθρωποι ησυχάζουν με το εύκολο. Δηλαδή εμείς έχουμε λεφτά, θα αγοράσουμε πανάκριβα παπούτσια και ρούχα και θα πηγαίνουμε στα μπουζούκια να τα δείχνουμε. Αυτό είναι τόσο μάταιο για εμένα που δεν μπορώ να το ζω.
Εντάξει, και η Αθήνα δεν είναι «η ζαφειρόπετρα στης Γης το δαχτυλίδι»…
Σίγουρα υπάρχει κι εδώ κάτι ανάλογο, αλλά είναι μια πόλη μεγάλη. Εδώ υπάρχουν επιλογές και η ευθύνη είναι δική σου. Στην επαρχία οι νοοτροπίες δεν αλλάζουν εύκολα.
Την αγαπάς την Αθήνα;
Αρχικά ζούσα σαν τουρίστρια. Ελεγα όταν δεν έχω δουλειά στην Αθήνα, πρέπει να γυρίσω στο πατρικό μου. Τις επιλογές σου όμως πρέπει να τις στηρίζεις. Μελετώντας και μαθαίνοντας και πράγματα ιστορικής σημασίας, άρχισα να βλέπω την Αθήνα αλλιώς. Την αγαπάω. Ναι, έχει και βρωμιά, αλλά ποια πόλη δεν έχει; Είναι πού θα εστιάσεις. Οχι ότι πρέπει να εθελοτυφλώ, αλλά μπορώ απλώς να προστατεύομαι.
Είμαστε η γενιά των τριαντάρηδων που φοβάται;
Είμαστε μια γενιά που έζησε τις αλλαγές. Ακόμη και από το 3310, το κινητό, πήγαμε στο iPhone. Ολα έγιναν σε μία δεκαετία ευφορίας. Η γενιά μας είναι μια γενιά που λέει «όχι» στο δεδομένο. Δεν δέχεται το μοτίβο «α, στα είκοσι παντρευόμαστε και κάνουμε παιδιά». Θυμάμαι τον πατέρα μου να με ρωτάει αν θα μπω σε Στρατιωτική Σχολή κι εγώ να τον κοιτάζω απορημένη. Και γελάγαμε.
Είναι μεγάλη κουβέντα, αλλά είπες τη λέξη ήλιος και μεταφέρομαι στον Πέερ Γκυντ. Σε λίγο έχεις και πρόβα.
Πέερ Γκυντ του Ιψεν σε σκηνοθεσία Δημήτρη Λιγνάδη, στο Εθνικό. Ο Πέερ Γκυντ, σαν άλλος Οδυσσέας της Νορβηγίας, κάνει ένα μακρινό ταξίδι για να βρει τον εαυτό του. Ενα ταξίδι με πολλούς σταθμούς και πολλούς ανθρώπους.
Είσαι ερωτευμένη;
Είμαι, ναι. Είμαι σε μια φάση που είναι όλα καινούρια. Αλλά αυτή την πάλη να μάθω ποια είμαι δεν θα τη σταματήσω ποτέ.
Αναδημοσίευση από την Neaselida.news
[/vc_column_text][/vc_column][/vc_row]