Γεννήθηκα στο βλέφαρο του κεραυνού
[vc_row][vc_column][vc_single_image image=”45594″ img_size=”full”][vc_column_text]Με φύτεψαν αιώνες πριν αλογάριαστους χθόνιοι θεοί. Ούτε από πατρικό χάδι ξέρω, ούτε από μητρική στοργή. Έτσι ορφανό κι ολομόναχο πορεύτηκα μέσα στο χρόνο. Πάντα περήφανο κι αγέρωχο Οι πιο κοντινοί μου γείτονες είναι οι ουράνιοι θεοί. Εκείνοι ορίζανε παλιά τα πεπρωμένα μου. Όποτε μου ’κλειναν το μάτι, με φώτιζαν ολόκορμο και μ’ έκαναν ν’ αστράφτω.
Όταν είχαν σεκλέτια, με φυλάκιζαν σε καταχνιά απροσπέλαστη. Άλλοτε μ’ έλουζαν με καταρράκτες νερού κι άλλοτε ξεφλούδιζε τη σάρκα μου ο ήλιος κι έμενα φαλακρό κι ολοτσίτσιδο να με δέρνουν τα ξεροβόρια.
Προτού να φτιάξουν τις πολιτείες οι άνθρωποι, δεν κοτούσαν να με ζυγώσουν, γιατί με λογάριαζαν κι εμένα σαν ένα μικρό αυτεξούσιο και κραταιό θεό. Κι επειδή τους κερνούσα σπάταλα τα δώρα μου, έδιναν ισόβιους όρκους πίστης και σεβασμού ότι ποτέ δε θα με πειράξουν και θα με προστατεύουν σαν ό, τι πιο ιερό στον κόσμο.
Με τον καιρό, όταν ξεκίνησαν οι μεγάλες φατρίες να μάχονται για την κυριαρχία της γης, οι ταπεινές φυλές εύρισκαν καταφύγιο στις κατωφέρειες, σε απόκρημνες σπηλιές, σε ευρύχωρα λαγούμια και σε απρόσιτες σκάφες στα ριζά μου. Άρχισαν να χτίζουν κατοικίες με πρώτη ύλη απ’ τις δεντρόφυτες πλαγιές μου και φερτή ύλη απ’ τα αστείρευτα ποτάμια μου.
Σιγά σιγά κάποιες φυλές που τις κουμαντάριζαν η αψάδα κι η αχορταγιά μπήκαν στον πειρασμό ν’ ανεβούν πιο ψηλά, να ανακαλύψουν όλα μου τα μυστήρια και να με φτάσουν ως την κορφή. Στην αρχή τρυγούσαν τα φρούτα και ξερίζωναν τα χόρτα μου.
Ύστερα τους μιμήθηκαν κι άλλοι, που απέκτησαν τα χούγια τους κι αποθρασύνθηκαν. Τα λημέρια μου πατήθηκαν, οι στέρνες μου μαγαρίστηκαν, οι χείμαρροί μου πήραν να στερεύουν..
Οι καστανιές μου έγιναν έπιπλα για τα σπίτια, τα πλατάνια μου μαδέρια για πλωτά σκάφη. Τα τορνευτά πλευρά μου πελεκήθηκαν, λαξεύτηκαν άτσαλα και μεταμορφώθηκαν σε άγαρμπα νταμάρια.! Όλες αυτές οι πηγές που στάζουν απ’ το σώμα μου είναι οι παλιές μου πληγές που δεν κλείνουν!
Είμαι ένα απροστάτευτο κι ανυπεράσπιστο βουνό· ένας πανάρχαιος θεός που του έκλεψαν τη δύναμη. Εγώ, που δε με βούλιαξε ούτε ο πιο άγριος κατακλυσμός, δε με γκρέμισε ο πιο θυμωμένος σεισμός, δε μ’ έλιωσε η πιο καυτή ηλιαχτίδα, Δε ζητώ να εκδικηθώ τον άνθρωπο, ούτε εύχομαι να γυρίσει σ’ εκείνα τα πρώτα πρώτα χρόνια που ροβολούσε τις καταρραχιές μου ολόγυμνος και λυσσασμένος απ’ την πείνα.
Μα ας σταθεί ως εδώ και ας μ’ αφήσει στη γαλήνη μου, να ξαναγεμίσω δώρα κι ομορφιές, να ζήσω όπως μου έλαχε, όπως μου δόθηκε απ’ τη φύση. Αλλιώς, -ποιος ξέρει! Ισως ερθει η ώρα του γδικιωμού Όχι από μένα, η μάνα-φύση είναι πιο δυνατή κι από μένα κι απ’ όλα τα πλάσματα.
Ο άνθρωπος, που αποδείχτηκε αχάριστος, μπορεί και να ’ναι μόνο ένα καπρίτσιο της κι εκείνη τώρα πια, με τον πόλεμο που της άνοιξε, να το ’ χει μετανιώσει και να τον τσακίσει για πάντα.[/vc_column_text][/vc_column][/vc_row]