«Βάκχες»: «Κυνική» τραγωδία για γερά στομάχια
[vc_row][vc_column][vc_single_image image=”144077″ img_size=”full”][vc_column_text]
-Εξαιρετική παράσταση απόλαυσε το κοινό της Αρχαίας Ήλιδας την περασμένη Δευτέρα
[/vc_column_text][vc_column_text]Οι «Βάκχες» είναι ίσως η τραγωδία που επιβεβαιώνει τον ισχυρισμό του Αριστοτέλη ότι ο Ευριπίδης είναι ο τραγικότερος των τραγικών. Ο Ευριπίδης καταργεί κάθε ορθολογισμό και επιχειρεί να παίξει με τα όρια του ψυχισμού του κοινού. Με πρωταγωνιστή τραγωδίας όχι έναν θνητό αλλά έναν θεό «β’ κατηγορίας», τον Διόνυσο, προσφέρει στο κοινό μια παράσταση με άγρια δράση και ατμόσφαιρα μυστηριακή, σχεδόν θρησκευτική.
Κυρίαρχο στοιχείο της παράστασης είναι η σύγκρουση θεού και ανθρώπου, όχι όμως βασισμένη στο δίπολο καλού-κακού, όπως συμβαίνει στο δίπολο Αντιγόνη-Κρέοντας. Η σκηνοθέτρια Νικαίτη Κοντούρη μάς υπενθυμίζει τις θεμελιακές αρχές της τραγωδίας: Ύβρις-Άτη-Νέμεσις- Τίσις και αναδεικνύει επιτυχημένα τις δραματικές σκηνές που αποτυπώνουν τη σύγκρουση του αλαζόνα βασιλιά Πενθέα με τον αμείλικτο θεό Διόνυσο και τις επιπτώσεις της, χωρίς να την ενδιαφέρει ποιον θα συμπαθήσει το κοινό για να επέλθει η κάθαρση. Ταυτόχρονα αποφεύγει τη συνήθη παγίδα να σταθεί στην αμφισεξουαλικότητα του Διόνυσου, ενώ στο β΄μισό της παράστασης αξιοποιεί την ιδιόμορφη τραγική ειρωνεία γύρω από την παιδοκτονία της τραγικής μητέρας Αγαύης.
Ο λευκοντυμένος Διόνυσος (Άκης Σακελλαρίου) εισβάλλει στη σκηνή για να μας θυμίσει την αμφισβήτηση και τον χλευασμό που βίωσε, θέλοντας εμμέσως να δικαιολογήσει τις αποφάσεις που έχει πάρει. Ωμός και κυνικός, προειδοποιεί για τις συνέπειες της μη αποδοχής της θεϊκής του υπόστασης, υπηρετώντας άψογα την τεχνική της προοικονομίας. Το κοινό έχει προϊδεαστεί για το τι θα επακολουθήσει.[/vc_column_text][vc_single_image image=”144078″ img_size=”full”][vc_column_text]Ο Πενθέας (Οδ. Παπασπηλιόπουλος) κατεβαίνει στη σκηνή από τον χώρο των θεατών, παίζοντας με το συναίσθημά μας. Αεράτος, με κυρίαρχη την αλαζονεία της εξουσίας επάνω του, επιδεικνύει ασέβεια προς τον Διόνυσο, απορρίπτοντας τη θεϊκή του υπόσταση με περίσσευμα θράσους. Μάταια προσπαθούν να τον μεταπείσουν ο Τειρεσίας (Ιωάν. Παππά) και ο Κάδμος (Δ.Πετρόπουλος), καθώς είναι οι πρώτοι που έχουν αποδεχθεί –κυνικά και αυτοί- ότι με τους θεούς δεν τα βάζεις. Το ίδιο και ο χορός, τον προειδοποιεί ευθέως για την ύβρη που διαπράττει. Τελικά, το μόνο που πετυχαίνουν είναι να «πειράξουν» το μυαλό του και να τον οδηγήσουν στην ψυχολογική άρνηση και στον θυμό. Το πρώτο βήμα για την Άτη έχει ήδη γίνει. Ο Διόνυσος παρασύρει τον Πενθέα και τον πείθει να ντυθεί μαινάδα για να κρυφοκοιτάξει τα όργια στο βουνό. Ξανά κυνικός και ξανά αμείλικτος, ο Διόνυσος απολαμβάνει τη διαπόμπευση του θνητού αλαζόνα βασιλιά, που πλέον είναι μαριονέτα του. Τον εμπαίζει κατάμουτρα ντύνοντάς τον με το γυναικείο φόρεμα, τον ταπεινώνει και τον προετοιμάζει για τον φρικτό θάνατό του. Νέμεσις. Η σκηνή είναι μοναδική, αλλόκοτη και τρομακτικά μαγευτική. Οι δύο ηθοποιοί αποδίδουν με σεβασμό την ατμόσφαιρα και ευτυχώς δεν καταφεύγουν σε εύκολες σκηνές ερωτισμού για να μας καθηλώσουν.
Το σκηνικό αλλάζει και η παράσταση σταδιακά επικεντρώνεται στην παιδοκτόνο μητέρα Αγαύη. Ο αγγελιαφόρος Β΄ προοικονομεί την κατάληξη της παράστασης και με μια κλιμακωτή δραματική έξαρση περιγράφει στο κοινό με μακάβριες λεπτομέρειες πώς ο Πενθέας φονεύτηκε από τη μαινόμενη μάνα του. Η Τίσις επήλθε. Είπαμε, ο Ευριπίδης στις «Βάκχες» ρίχνει γροθιές στο στομάχι και ταράζει την ψυχική μας ισορροπία, δραματοποιεί την ανθρώπινη δυστυχία δοκιμάζοντας τις αντοχές μας.
«Μάνα… Μάνααα»… Οι τελευταίες σπαρακτικές κραυγές του αγγελιαφόρου αντήχησαν στον ουρανό της Ήλιδας, αναδεικνύοντας την τραγικότητα του εγκλήματος της παιδοκτονία. Μπορεί να υπερέβαλε λίγο, αλλά δεν έγινε και κάτι, μια φρικιαστική παιδοκτονία περιέγραψε, αλίμονο αν δεν υπερέβαλε.
Προτού προλάβουμε να συνέλθουμε, Μπαίνει η Αγαύη, περήφανη για το αγρίμι που νομίζει ότι διαμέλισε, κρατά το κεφάλι του γιου της στο κοντάρι και ταυτόχρονα αναζητά τον γιο της για να γιορτάσουν μαζί! Εδώ βιώνουμε την πιο ασυνήθιστη και ανατριχιαστική τραγική ειρωνεία. Οι θεατές γνωρίζουν αυτό που δεν γνωρίζει η πρωταγωνίστρια, την παιδοκτονία, με την υποσημείωση ότι έχει διαπράξει η ίδια αυτό που ακόμα δεν έχει αντιληφθεί. Aφού ο χορός δεν μπόρεσε να τη συνεφέρει, το έπραξε ο Κάδμος, αυτός που είχε εξαρχής προβλέψει την κατάληξη και τώρα κρατά με βουβό πένθος το άψυχο κορμί του Πενθέα. Ο διάλογος είναι συγκλονιστικός, καθώς ο πιο ψύχραιμος Κάδμος επαναφέρει την Αγαύη στη σκληρή πραγματικότητα, η οποία αντικρίζει το κεφάλι του γιου της και προσπαθεί να το ενώσει με το άψυχο κορμί που της παραδίδει ο Κάδμος, προτού τρελαθεί. Μέχρι και το τέλος οι «Βάκχες» σοκάρουν, αφού το φινάλε είναι ακόμα πιο σκληρό.[/vc_column_text][vc_single_image image=”144079″ img_size=”full”][vc_column_text]«Ερχόμαστε από το μηδέν, πάμε στο μηδέν, προσκυνάμε το μηδέν…» μας υπενθυμίζει κάποια στιγμή ο Διόνυσος (δεν είμαι σίγουρος αν είναι ακριβώς στο φινάλε ή λίγο νωρίτερα) και κλείνει την παράσταση με μια φράση μεγαλείο κυνισμού. «Δεν φταίω εγώ. Άλλος το αποφάσισε… Από πολύ παλιά…»
Ο λευκοντυμένος Άκης Σακελλαρίου μάς προσφέρει μια μεστή και σοβαρή ερμηνεία. Δεν καταφεύγει στο κλασικό κόλπο της προβολής της αμφισεξουαλικότητας του Διόνυσου, τηρώντας προφανώς τη σκηνοθετική οδηγία, και μας θυμίζει πως δεν χρειάζεται να παίξεις ημίγυμνος για να μυήσεις τον κόσμο στη διονυσιακή μαγεία.
Ο Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος αποδίδει με επιτυχία τον τραγικό ρόλο του αλαζόνα αλλά ψυχικά ευμετάβλητου Πενθέα, προσφέροντας εξαιρετική ερμηνεία όταν πέφτει θύμα της διονυσιακής πειθούς. Τον βοηθά πολύ η καθαρή φωνή του, ενώ η φυσιογνωμία του τον καθιστά συμπαθή στο κοινό προτού προλάβει να τον ταπεινώσει ο Διόνυσος. Έχω την αίσθηση ότι η σκηνοθεσία ως έναν βαθμό είχε στόχο να του δώσι χώρο και να τον αναδείξει ως ισότιμο του Διόνυσου. Η Ιωάννα Παππά, μια αντικειμενικά όμορφη ηθοποιός, δεν δίστασε να «τσαλακώσει» την εικόνα της και να υποδυθεί τον αλλοπαρμένο και επίσης αμφισεξουαλικό Τειρεσία, προσφέροντάς μας μια ερμηνεία καλά μελετημένη, με ορισμένες επιμέρους υπερβολές και εξάρσεις, που όμως δεν επηρέασαν τη γενική εικόνα.
Ο Δημήτρης Πετρόπουλος, ως Κάδμος, παίζει έναν δύσκολο ρόλο, αφού είναι αυτός που εξαρχής αντιλαμβάνεται τον συσχετισμό δυνάμεων και υποστηρίζει –ή τουλάχιστον δεν αμφισβητεί- τον Διόνυσο, με κυνικό και σχεδόν αναίσθητο τρόπο, ενώ είναι αυτός που καλείται να συνεφέρει και ταυτόχρονα να επαναφέρει την Αγαύη στην πραγματικότητα και θρηνεί με αξιοπρέπεια. Η ερμηνεία του δεν είναι επιφανειακά καθηλωτική, αλλά «συμπαγής» και ολοκληρωμένη. Ο πήχυς ήταν ψηλά και ο Δ. Πετρόπουλος τον πέρασε.
Η Κων/να Τακάλου ως μαινόμενη και ταυτόχρονα σπαρακτική Αγαύη κερδίζει το κοινό με την ολοκληρωμένη ερμηνεία της, χωρίς να καταφύγει σε εξόφθαλμες υπερβολές. Υπηρετεί άρτια την τραγική ειρωνεία και συνθέτει μια μοναδική σκηνή στην αποκαλυπτική στιχομυθία με τον Κάδμο, που τη φέρνει αντιμέτωπη με την ίδια της την υπόσταση. Ακόμα και στη στιγμή της συνειδητοποίησης της παιδοκτονίας δεν μπορώ να πω ότι με καθήλωσε, γιατί μου έχει αποτυπωθεί ως απότομη αυτή η σκηνή (μπορεί και να σφάλλω όμως) αλλά με την ώριμη ερμηνεία της με έκανε να συμπάσχω στον πόνο της. Πολύ δύσκολος ρόλος, που τον απέδωσε μακριά από την παγίδα της εύκολης υπερβολής που κεντρίζει το κοινό, ειδικά το mainstream.
Τις εντυπώσεις τις κλέβει ο επίσης σπαρακτικός αγγελιοφόρος Κων/νος Ασπιώτης, έστω και με επιτηδευμένη έξαρση στο φινάλε της μακάβριας περιγραφής, ενώ ο χορός των μαινάδων –παρά τα όποια σκαμπανεβάσματα στο α ́μισό του έργου- δεν υπολείπεται σε δραματικότητα και συμμετέχει ισότιμα στην τραγωδία.
Το σκηνικό απλό και λιτό, δεν χρειάζεται να αποπροσανατολίζεται ο θεατής, ενώ εύστοχη ήταν και η εναλλαγή στους χρωματισμούς. Η πινελιά μοντερνισμού ήταν η «έθνικ» μουσική των ΘΡΑΞ PUNKC, ίσως για να μας υπενθυμίσει τη την εκδοχή της θρακικής καταγωγής του Διόνυσου. Δεν ενθουσιάστηκα, αλλά δεν με ενόχλησε κιόλας. Ένα προβληματάκι στον ήχο υπήρχε, αλλά οι συντελεστές έκαναν κάθε προσπάθεια να το διορθώσουν και το περιόρισαν όσο μπορούσαν. Ευτυχώς το μοτεράκι με τον εκνευριστικό ήχο κάποια στιγμή απομακρύνθηκε και απολαύσαμε την παράσταση.
Η ιδιαιτερότητα με τις «Βάκχες» είναι η μεταθεατρική της δύναμη. Η τραγωδία ολοκληρώνεται στη σκηνή αλλά μέσα μας μένει για αρκετή ώρα ακόμα, διότι είναι αδύνατον να μην κλονιστεί ό ψυχισμός σου από την παράσταση. Κατανοώ ότι το κοινό που έχει «εκπαιδευτεί» στις σοφόκλειες τραγωδίες (Οιδίποδας, Αντιγόνη), πιθανόν να «κλότσησε» με τις Βάκχες. Σε κάθε περίπτωση όμως, οι Βάκχες είναι για γερά στομάχια.
Μία μέρα υπομονή, αύριο Σάββατο ακολουθεί η δημοφιλής «Αντιγόνη». Οφείλουμε όμως να κάνουμε μια επισήμανση, καθότι μας έμειναν μόνο δύο τραγωδίες ακόμα να δούμε. Στις θεατρικές παραστάσεις δεν κάνουμε θόρυβο τρώγοντας και ψαχουλεύοντας σακούλες, ούτε ανοίγουμε αναψυκτικά. Σεβόμαστε τους διπλανούς μας. Παίρνουμε μαζί μας μόνο νερό και φροντίζουμε να έχουμε φάει από πριν και να έχουμε πιει αρκετό νερό, για να μη χρειαστεί να κάνουμε θόρυβο ανοίγοντας το καπάκι.[/vc_column_text][/vc_column][/vc_row]