Tάκης Σινόπουλος… “ο καιόμενος”
“Κοιτάχτε μπήκε στη φωτιά! είπε ένας από το πλήθος. Γυρίσαμε τα μάτια γρήγορα. Ήταν στ’αλήθεια
αυτός που απόστρεφε το πρόσωπο όταν του μιλήσαμε. Και τώρα καίγεται. μα δε φωνάζει βοήθεια…”
Τέτοιες μέρες πριν εκατό χρόνια γεννιέται στην Ηλεία ο Τάκης Σινόπουλος. Ποιητής, γιατρός, μεταφραστής,κριτικός και ζωγράφος συγκαταλέγεται ανάμεσα στους πιο σημαντικούς εκπροσώπους της μεταπολεμικής ελληνικής ποίησης. Εμφανίζεται στα γράμματα το καλοκαίρι του 1934, όταν στην τοπική εφημερίδα του Πύργου Νέα Ημέρα δημοσίευσε, με το ψευδώνυμο Αργυρός Ρουμπάνης, ένα ποίημα («Προδοσία») κι ένα διήγημα («Η εκδίκηση ενός ταπεινού»). Το 1951, σε ηλικία 34 ετών, ο Σινόπουλος εκ δίδει την πρώτη του ποιητική συλλογή, το Μεταίχμιο, που περιλαμβάνει ποιήματα που δημοσιεύθηκαν σε διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά από το 1944 μέχρι το 1949. Μόνο ένα, το τελευταίο της συλλογής με τον τίτλο «Άδης», αποτελεί προϊόν συνεργασίας του ποιητή με τον στενό φίλο και ομό-τεχνό του Γιώργη Παυλόπουλο, ένα είδος πειραματικής ποιητικής άσκησης που θα επαναληφθεί και στην αμέσως επόμενη συλλογή του, τα Άσματα Ι-ΧΙ (1953), καθώς και στη μεταγενέστερη Η νύχτα και η αντίστιξη (1959). Να πως αυτοβιογραφείται ο ίδιος “Τελικά με θρέψανε τρία ποτάμια. Ο Ερύμανθος, ο Λάδωνας, ο Αλφειός. Κάπου κοντά στα Άσπρα Σπίτια και το Μπέλεσι τα ποτάμια σμίγουν, γίνονται Αλφειός που κυλάει έξω από τα Ολύμπια και παρακάτω χύνεται στη θάλασσα κοντά στην Αγουλινίτσα – το χωριό που
γεννήθηκα – το σπίτι που γεννήθηκα – η κυρία Ρούσα Βενέτα Σινοπούλου – ο καθηγητής κ. Γιώργης Σινόπουλος – τα κουνούπια της Αγουλινίτσας – το κρασί και το λάδι της Αγουλινίτσας – τα
ψάρια και τα χέλια της Αγουλινίτσας – τώρα την ξέραναν, πάει κι αυτή… Όσο θυμάμαι η σιγουριά δεν ήταν μάνα μου (αυτό το κατάλαβα κάπως νωρίς) μήτε των γονιών μου η μάνα (πράγμα που τόξερα πολύ νωρίς)…Ό,τι έγραψα ήρθε κυρίως τις ώρες που ένοιωθα το σώμα μου ξένο από μένα. Η «θεληματική» μνήμη δεν έπαιξε κανένα ρόλο σε τούτη τη δημιουργία. Πρόσωπα μισό πραγματικά μισό φανταστικά, απαντημένα σε λίγο ή σε πολύ φως πέρασαν μέσα μου ξαφνικά, καθώς συργιάνιζα στο πάρκο, καθώς μελετούσα ή καθώς κύτταζα αφηρημένα το βλακώδες μούτρο κάποιου νοσοκόμου μ’ άσπρη μπλούζα σε μια γωνιά. Άλλα ξεπήδησαν από μια οδυνηρή φράση τυχαία ειπωμένη, από ένα τυχαίο ήχο που δεν ήθελε να βυθιστεί, από ένα κύτταγμα πολύ προσωπικό. Τότε μέσα μου ένας Δαίμονας αγωνιζόταν και με πίεζε με δύναμη κοφτερή. Έπρεπε να υποταχτώ. Ό,τι δημιουργήθηκε χρωστιέται στη συνεργασία του δαίμονα. Αποδίδω στον
Καίσαρα ό,τι του ανήκει. Δεν ξεύρω αν αυτό είναι ποίηση. Δεν ξεύρω ακόμα τι είναι ποίηση. Οι ορισμοί και οι άνθρωποι που ορίζουν μου είναι ξένοι.
για την αντιγραφή, ο Στυλοβάτης.