Τρένου εγκώμιον
Της Ελένης Ψυχογιού
Μετά το εγκληματικό σιδηροδρομικό θανατικό στα Τέμπη, τα όσα διαβάζουμε για την ασφάλεια και την οργάνωση των τρένων σήμερα και καθώς έχω γεννηθεί εδώ και 77 χρόνια και μεγαλώσει δίπλα σε σταθμούς και τρένα, έρχονται στο νου μου οι σιδηροδρομικές συνθήκες στην πάλαι ποτέ ΣΠΑΠ (Σιδηρόδρομοι Πειραιώς-Αθηνών-Πελοποννήσου), ως μια εξαιρετικά οργανωμένη, πολυάνθρωπη υπηρεσία, πολυτελής θα έλεγα για τα τότε δεδομένα, όπως τις βίωσα κυρίως τη δεκαετία του ’50 και όπως μπορούσα βεβαίως να τις αντιληφθώ τότε. Ως παιδί (δεν είχα ιδέα τότε για τα αποτρόπαια τρένα που κουβαλούσαν Εβραίους και άλλους για τα στρατόπεδα της φρίκης) τόσο στα Λεχαινά όσο και στο κοντινό χωριό των γονιών μου, το Νεοχώρι όπου είχε σταθμό το μικρό τρένο της διακλάδωσης Καβάσιλα-λιμάνι Κυλληνης (σε καμιά γραμμή δεν λειτουργεί τρένο πλέον).
Όταν στα Λεχαινά δεν είχαν νερό εσωτερικά ούτε τα νεοκλασικά πλουσιόσπιτα και ξημεροβραδιαζόμασταν στις βρύσες με βίκες και ντενεκέδες για να πάρουμε σειρά για νερό που κάλυπτε όλες τις ανάγκες του νοικοκυριού, το αποχωρητήριο ήταν στα περισσότερα έξω από το σπίτι, το δε λουτρό ήταν ανύπαρκτο, το ενσωματωμένο στο σταθμό σπίτι του Σταθμάρχη που επισκεπτόμουν συχνά (φίλη της κόρης του και μαθήτρια της δασκάλας συζύγου του) είχε όχι μόνο σωληνώσεις νερού εσωτερικά αλλά και ζεστό νερό, λουτρό, κουζίνα οργανωμένη και άλλες αδιανόητες για μας ανέσεις. Το οίκημα των εργατών των γραμμών, ένα υπέροχο πετρόκτιστο κτίριο σίγουρα με κάποιες ανέσεις εσωτερικά (δεν είχα μπει σε αυτό), το οργανωμένο και όμορφα επιπλωμένο καφενείο για τους ταξιδιώτες, το ξύλινο υπόστεγο που φιλοξενούσε μηχανές με τη δαντελένια ξυλόγλυπτη σκεπή του, συχνά παιχνιδότοπος για μας τα παιδιά, όπως και τα εμπορικά ξύλινα βαγόνια που παρέμεναν άδεια στο σταθμό…
Ακούω ακόμα το τακ τακ τακ τακ τακ του τηλέγραφου και βλέπω τη λευκή χάρτινη ταινία με τις μυστηριώδεις διακεκομμένες γραμμές και τις τελίτσες να ξετυλίγεται σαν φίδι και τον τηλεγραφητή να προσπαθεί να μας λύσει το μυστήριο και να μας μαθαίνει να τις διαβάζουμε (και αναρωτιέμαι σήμερα αν με τον τηλέγραφο θα είχε ίσως αποφευχθεί η τραγωδία στα Τέμπη)…
… Το τεράστιο καζάνι για το νερό στις ατμομηχανές πάνω στον ψηλό πέτρινο, κυκλικό πύργο του (από όπου και το νερό εσωτερικά στο σταθμαρχείο). Τις -πάντα γυναίκες εκεί- “φυλακίδες”, άοκνες στο “πασσάγιο” στις διαβάσεις με τα μικροσκοπικά σπιτάκια-φυλάκια-καταλύματα να βάζουν και να βγάζουν τις αλυσίδες και να σταματούν τα οχήματα στο δρόμο με την κόκκινη σημαία (θαυμαστές για μένα, ως σπάνιο τότε γυναικείο επάγγελμα), τον κλειδούχο να γυρίζει τα περίεργα, στρογγυλά κλειδιά και να μετακινεί τις γραμμές, που ενίοτε τα παίζαμε για σκαμνάκι ή άλογο, την ανοιχτή πλατφόρμα-“τερεζίνα” φορτωμένη με τους τεχνικούς να πηγαινοέρχεται για τον έλεγχο των σιδηρογραμμών και να ζηλεύεις που δεν ήσουν και συ επάνω. Τη μυρωδιά της πίσσας από τις ξύλινες τραβέρσες να σου καίει κάπως τα ρουθούνια και να σου αρέσει, τις “γαϊδουρόπροκες” που βάζαμε πάνω στις γραμμές για να τις κάνει πλάκα η ρόδα του τρένου, τα γεφυράκια με τις σιδηρογραμμές που ήταν κατόρθωμα να τα διασχίσεις ακροβατώντας πάνω σε αυτές με τα μικρά πόδια σου…
Κι όμως σήμερα ο σιδηρόδρομος, όπου δεν ματαιώθηκε, φαίνεται από τα τραγικά γεγονότα ότι σταδιακά έχει, παρά τις τεχνολογικές εξελίξεις και τις υπερ-ταχύτητες υποβαθμιστεί οργανωτικά με ευθύνη των εκάστοτε κυβερνώντων που αποσείουν τις ευθύνες τους…