Του χρόνου τα γυρίσματα: Η Στρατούλα και το Μωρέλι της
[vc_row][vc_column][vc_single_image image=”91140″ img_size=”full”][vc_column_text]Από τότε που συνέβησαν αυτά που σας εξιστορώ, έχει κυλήσει μπόλικο νερό κάτω από τη γέφυρα της Νέδας, το ποτάμι δίπλα στο χωριό μου και αν το υπολογίσουμε με τον χρόνο κοντά στα οκτώ χρόνια και, αν και με αυτόν τον κύριο, τον χρόνο εννοώ, καθόλου καλά δεν τα πάμε τώρα τελευταία μια και άρχισε να μου κάνει κόνξες και μάλιστα να μου τους επιβάλει αυθωρί και παραχρήμα. Τη μια την ονόμασε αρτηριακή υπέρταση, άντε ρίχτει στο ποτάμι, την άλλη δισκοκήλη με τα συμπαρομαρτούντα, άντε κι αυτή μαζί κι αντί να με προστατεύει, μια και γίναμε φίλοι, μου την έφερε σιγά-σιγά και με το μαλακό αυξάνοντας το P.S.A. μου. Προστάτης κατ΄ευφημισμό!
Που λέτε λοιπόν τόσους και τόσους ανθρώπους έχω συναντήσει, όπως ο καθένας βέβαια, στο διάβα της κυρά-ζωής του, αλλά η εντύπωση που μου έκαναν αυτοί οι δυο άνθρωποι, η Στρατούλα κ ο Στέφανος δεν ξέρω γιατί και πώς, μου έχει μείνει ανεξίτηλη. Κι αυτό γιατί ήσαν άνθρωποι καλοσυνάτοι, απλοϊκοί με το χαμόγελο και την καλή κουβέντα να μη τους λείπει ούτε λεπτό και μάλιστα κάτω από δύσκολες συνθήκες, όπως αυτές στο νοσοκομείο. Ατόφιοι λαϊκοί άνθρωποι χωρίς μια σταλιά υποκριτικά φτιασίδια. Όπως και σεις αγαπητοί μου είμαι σίγουρος θα συμφωνήσετε ότι αυτοί οι δυο άνθρωποι επαξίως κρατάνε τον πρώτο ρόλο στη μικρή εξιστόρηση που σας κάνω..
Αλλά ας αρχίζουμε κι από μόνοι σας θα καταλάβετε…
Ήταν λοιπόν η Στρατούλα και ο Στέφανος από τη Λέσβο, το νησί της Σαπφούς και του Ελύτη. Εβδομήντα οχτώ χρονών η Στρατούλα, εβδομήντα επτά ο Στέφανος και ζευγάρι κοντά στα εξήντα ολόκληρα χρόνια. Η όλη ιστορία έλαβε χώρα σε ένα θάλαμο του Ευαγγελισμού, τον 817 στην Ε΄ Παθολογική Κλινική, όπου ο κυρ Στέφανος ήταν άρρωστος σε ένα από τα οκτώ κρεβάτια, δίπλα από τον πατέρα μου, λίγους μήνες πριν αυτός μας αφήσει. Κάθε κρεβάτι και μια ιστορία.
Λοιπόν Ο Στέφανος ήταν ο πιο κοτσανάτος εκεί μέσα και πάντα ήταν όρθιος, καμαρωτός και φρεσκοξυρισμένος. Και το άλλο, ο πιο παλιός στο θάλαμο. Κόντευε το μήνα και όλο αυτό τον καιρό η γυναίκα του, η Στρατούλα, δεν κούνησε ρούπι από δίπλα του. Τον ξύριζε κάθε πρωί και τον ντάντευε πριν έρθει η πρώτη νοσοκόμα. Παντού μαζί κι αχώριστοι και στον ύπνο και στο ξύπνιο. Όταν έκαναν επίσκεψη οι γιατροί όλοι εμείς οι συγγενείς των ασθενών βγαίναμε έξω και πηγαίναμε άλλοι στο σαλόνι και άλλοι κάτω στο μπαρ για κανά τσιγάρο και καφέ. Η Στρατούλα εκεί δίπλα στην κλειστή πόρτα στεκόταν όρθια, έχοντας ένα καλό λόγο και ένα χαμόγελο για όλους από το προσωπικό που τη χαιρετούσαν αδιάκοπα. Γιατροί, νοσοκόμες, τραπεζοκόμοι κι όλοι. Τόσο καιρό όλοι είχαν γίνει φίλοι της. “Καλημέρα κυρά Στρατούλα, τι κάνει το μωρέλι σου” τη χαιρετούσαν εγκαρδίως. Δεν την είδα ποτέ μα ποτέ να βαρυγκωμεί, αντιθέτως έτρεχε να βοηθήσει με το χαμόγελο στα χείλη όποιον είχε ανάγκη στο θάλαμο.
Είχαν και κάτι επισκέψεις οι άνθρωποι και όλοι μαζί χασκογελούσαν με τα …ωραία της Στρατούλας:
«Δεν έχει τίποτα το μωρέλι μου, κάτι έχει στο αίμα μου λένε οι γιατροί, θα δούμε…»
Το άκρον άωτον ήταν που έκανε ή ίδια διάγνωση για το μωρέλι της. Μεγάλη αντίφαση μια και όλοι πλέον ξέραμε τα καζάντια του Στέφανου, αλλά το έλεγε με ένα τέτοιο τρόπο πιστευτό λες και το διαβεβαίωνε ο μεγάλος γιατρός, ο Καθηγητής. Να μια μέρα που περιεργαζόμουν την καρτέλα του κρεβατιού τους μου λέει:
«Θοδωράκο το μωρέλι μου δεν είναι γαϊδουρόπουλο αλλά εσύ καταλαβαίνεις περισσότερα, για πες μου γράφει τίποτα για τον προστάτη»
«‘Πώς και έτσι ξαφνικά σούρθε με τον προστάτη;»
«Να κάθε βράδυ τον πασπατεύω, αλλά τίποτα, τον έχει χάσει, γιατί να ξέρεις όταν μεγαλώνει ο προστάτης μικραίνει το πουλί!»
«Τις λες κυρά Στρατούλα, αυτά τα δύο δεν έχουν καμία σχέση..»
«άκου εσύ μπορεί να πήγες στο πανεπιστήμιο αλλά εγώ έχω πάρει μεταπτυχιακό στην ίδια τη ζωή..» 1
Ο κυρ Στέφανος ήταν λιγομίλητος άνθρωπος, χαμηλών τόνων, λεβεντάνθρωπος με κάτασπρα μαλλιά και ένα πρόσωπο ρυτιδιασμένο μεν αλλά φεγγάρι. Κάθε του λέξη πρώτα τη ζύγιζε και μετά την ξεστόμιζε. Δεν ξέρω πώς και γιατί αλλά μια μέρα τον έπιασε μια πολυλογία και άρχισε να περιγράφει τα περασμένα:
«Έμεινα ορφανός από μικρός και με περιμάζεψε ένας μακρινός θείος μυλωνάς. Στο μύλο με είχε παραγιό για όλες τις δουλειές, εκτός από τις μυλόπετρες που άλεθαν το στάρι. Εγώ να κανονίζω το νερό, εγώ να πηγαίνω για το φαγητό και να δένω τα ζωντανά που έφερναν το σιτάρι. Ο κύρης μου είχε και λιοτρίβι και τα περισσότερα που θυμάμαι από εκείνη την περίοδο με τις λαδομηχανιές όπου στη γαβάτα που ήμουν έκανα δυο δουλειές, από τη μια έβαζα το χαμούρι μέσα στους ντορβάδες και από την άλλη τους έφτιαχνα φακέλους, έναν πάνω στον άλλο. Εκεί θα έμεινα μέχρι τα δεκαέξι και μετά πήγα σε στάβλο με 30 αγελάδες, όπου με ένα άλλο παλικάρι βγάζαμε τα ζώα στη βοσκή και το βραδάκι τα βάζαμε στο στάβλο. Αρμέγαμε και προσέχαμε να βυζάσουν τα μικρά. Ήταν δύσκολη δουλειά γιατί δεν είχαμε ωράριο ούτε γιορτές και Κυριακές και μας έδινε λίγα και όλο λόγια ήταν θα και θα…
Έμεινα όμως από ανάγκη κοντά στα έξι χρόνια ώσπου ξαναγύρισα στο χωριό, την Πέτρα και έμεινα στο σπίτι της Στρατούλας. Μετά πήγα σε ένα εργοστάσιο με αλεύρια, τούτο ήταν μεγάλο, δουλεύαμε πάνω από διακόσια άτομα, έφερναν τα βαπόρια στάρι και εμείς κάναμε εξαγωγή αλεύρια. Είχε πολύ δουλειά αφού κάναμε και υπερωρίες, δυο-τρεις μέρες συνέχεια. Εδώ έκατσα πολλά χρόνια και σιγά-σιγά πήρα σύνταξη από το ΙΚΑ, γιατί είχα πολλά ένσημα.»
Ακούτε τώρα και τη Στρατούλα να περιγράφει τα δικά της σακιά της ζωής.
“Να σου πω…τη φτώχεια και τη μιζέρια την έχω φάει με το κουτάλι από μικρή παιδούλα. Ήμουνα δέκα χρονών, μυξιάρικο και φύλαγα ένα μωρό, τώρα είναι στην Aμερική, αλλά τότε εγώ το τάιζα και το πρόσεχα από το πρωί μέχρι το απόγιομα που ερχόταν οι γονείς του από τη δουλειά. Μια μέρα το γάλα που έμεινε από το μωρό μέσα σε ένα ντενεκάκι το έβαλαν στο φανάρι για το βράδυ, αλλά εγώ από την μεγάλη πείνα, που γουργούλιζαν τα άντερά μου το ήπια και το απόγιομα που ήρθαν με όρκισαν με μια εικόνα της Παναγιάς. “Ακούμπα πάνω το χέρι σου κι αν λες ψέματα θα κολλήσει” μου είπαν, “εγώ δεν το μαρτύρησα αλλά ούτε το χέρι μου κόλλησε. Ξέρεις γιατί δεν κόλλησε; Γιατί ήμουν νηστικούλα και η αμαρτία ήταν μικρή, ενώ μια γειτονοπούλα δεν μπόρεσε να αντέξει και το μαρτύρησε γιατί αυτό που είχε κάνει ήταν μεγάλη αμαρτία, τη φίλησε ο Φώτης του μπακάλη. Γράμματα ντιπ για ντιπ δουλειά και πάλι δουλεία, στα περισσότερα σπίτια του χωριού είχα δουλέψει, πότε καθάριζα πότε έπλενα, αλλά και στα χωράφια πήγαινα γιατί είχα μεγάλη ανάγκη. Με το Στέφανο παντρευτήκαμε νωρίς, εγώ είχα πιάσει τα είκοσι ένα και το μωρέλι μου τα είκοσι και δούλευε στους μύλους. Αλλά μετά από ένα χρόνο χωρίσαμε για εφτά μήνες και αιτία ήταν η πεθερά μου που του έβαζε λόγια και όχι μόνο αλλά τον έστειλε από την Πέτρα στη Μυτιλήνη για να μη βλεπόμαστε. Αφού φιλιώσαμε γυρίσαμε πάλι στη Πέτρα όπου εγώ είχα σπίτι και μερικά χωραφάκια μέχρι που τα πουλήσαμε όλα και πήγαμε στην πόλη. Βάλαμε και χρέος και αγοράσαμε καινούργιο σπίτι, που το πληρώναμε με το μισθό του Στέφανου και τη βγάζαμε από τη δική μου ξενοδουλειά στα σπίτια. Έτσι ζούσαμε και κάναμε και τρεις κόρες, όπου τη μια τη χάσαμε στα είκοσι-τέσσερα, τι να κάνουμε καλά περάσαμε»
Δε νομίζω ότι πρέπει να προσθέσω τίποτα άλλο. Απλώς να κάνω μια υπόκλιση στο μεγαλείο των δύο αυτών ανθρώπων και να τονίσω ότι η μνημοσύνη είναι η ίδια η ζωή και η λήθη ο θάνατος.
Ιδού το μεγαλείο αυτής της γυναίκας, καλλίτερα της Κυρίας και Αρχόντισσας που μια μέρα μου έδειξε το μεταπτυχιακό της. ” Άκου παιδάκι μου, όλα τα ξέρω για το Στεφανάκο μου, αλλά τι να κάνω, του δίνω κουράγιο” Και πρώτη, μοναδική φορά είδα δυο δάκρυα στα μάτια της. Δεν πρόλαβαν να κυλήσουν στο μάγουλό της γιατί τα σφούγγισε στα γρήγορα κι αυτό ήταν.
Στη μνήμη
των γονιών μου,
Νίκου και Ελένης
Θεόδωρος Κόλλιας
Συγγραφέας – Διαχειριστής του yannitsochori.blogspot.com[/vc_column_text][/vc_column][/vc_row]