Το χρονογράφημα: Χίλιοι Γιάννηδες Αγιάννηδες
[vc_row][vc_column][vc_single_image image=”98411″ img_size=”full”][vc_column_text]Το σκέφτομαι καιρό, και τώρα που το πήρα απόφαση να πω δυο κουβέντες, δεν βγαίνουν τα λόγια. Ίσως ευθύνεται η δυσκολία του θέματος. Το δίκαιο, και συγκεκριμένα το διαχρονικό ζητούμενο της δίκαιης πολιτείας. Μία πραγματεία που μετρά δυόμιση και πλέον χιλιάδες χρόνια ζωής. Μία αέναη αναζήτηση για τους σταθερά λιγοστούς φιλοσόφους και ένα βασανιστικό ερωτηματικό για όλους εμάς τους υπόλοιπους, που δεν γνωρίζουμε ακριβώς, αλλά έχουμε υπόψη μας.
Τα χρόνια περνούν στην γερασμένη πολιτεία, αλλά η ιστορία επαναλαμβάνεται ξανά και ξανά, σαν κοινωνική κατάρα που στοιχειώνει εις τους αιώνας τον αιώνων τις προσδοκίες για κοινωνική δικαιοσύνη ή καλύτερα-για να μιλάμε ρεαλιστικά- για μία στοιχειώδη αίσθηση δικαιοσύνης, έστω εντός του δομικάανορθολογικού και καταστατικά άδικου πλαισίου. Από τότε που ο μέγας Βίκτωρας Ουγκώ μάς χάρισε την περσόνα του Γιάννη Αγιάννη, ξέρουμε καλά ποια είναι η μοίρα όλων των φτωχοδιάβολων του κόσμου τούτου. Μπορεί όλη τους η ζωή να μοιάζει με βιογραφία αγίου, κι όμως, θα πληρώνουν για πάντα αυτό το καρβέλι ψωμί, το οποίο αναγκάστηκαν να κλέψουν για να μην πεθάνουν από την πείνα. Όχι είκοσι χρόνια. Δεν φτάνουν. Μια ολόκληρη ζωή. Γιατί; Γιατί ψωμολυσσούσαν. Γιατί δεν γεννήθηκαν πάνω στα λεφτά όπως τα αξιότιμα στελέχη των τραπεζών μας, τα οποία με τις ευλογίες της κυβέρνησης, θα απολαμβάνουν πλέον αμνηστίας για τα ανομήματά τους.
Κλέφτες με μεταξωτές γραβάτες και ακριβά σικάτα κουστούμια. Κλέφτες με πολυτελείς λιμουζίνες και «φουσκωτούς». Κλέφτες όχι ενός καρβελιού αλλά φούρνων ολάκερων. Κλέφτες στις τσέπες του ελληνικού λαού. Κλέφτες σε βάρος της χώρας και του δημόσιου συμφέροντος. Θρασύτατοι, που τολμούν να βάζουν χαράτσια κι από πάνω. Βρίσκουν και τα κάνουν, αλλά σε κάθε περίπτωση δεν πειράζει, διότι αποτελούν ευυπόληπτα της ελληνικής κοινωνίας. Ενώ ο «παράνομος μετανάστης» ομπρελάς στο μετρό, ο καθαριστής τζαμιών αυτοκινήτων στο δρόμο, ο κουλουράς, το προσφυγάκι στο φανάρι, κλπ. πρέπει να πληρώσει με τη ζωή του για το καρβέλι που διεκδικεί. Θα πληρώσει, κι αυτός, και όλοι οι άλλοι οι φτωχοδιάβολοι, πρωτίστως όχι γιατί το θέλουν οι λίγοι «ισχυροί», αλλά γιατί είναι ηλίθιοι οι πολλοί. Δεν καταλαβαίνουν ότι τους κλέβουν. Ότι τους καταδικάζουν κι αυτούς, αλλά με ένα πολύ διαφορετικό τρόπο, όπως ας πούμε καταδικάζει κανείς ένα ζώο, το οποίο είναι ευτυχώς ευχαριστημένο που του πετάνε ένα ξεροκόμματο. Αρκεί να πληρώσει ο Γιάννης Αγιάννης, έτσι ώστε όλοι αυτοί να βρουν το άλλοθι της συγκλονιστικής υπαρξιακής μιζέριας τους, που ακόμη και τα ζωντανά συναισθάνονται, και να ροχαλίζουν ήσυχοι κι αμέριμνοι τα βράδια. Χιλιάδες Γιάννηδες Αγιάννηδες σε ένα υπέροχο θέατρο του παραλόγου. Και κατά τα λόγια του Στίβι Γουόντερ, ο κόσμος συνεχίσει να γυρίζει. Και τι έγινε;[/vc_column_text][/vc_column][/vc_row]