Το χρονογράφημα: Άγιε μου Χαραλάμπη…
[vc_row][vc_column][vc_single_image image=”82069″ img_size=”full”][vc_column_text]Μικρό διάλειμμα στις φουρτούνες που μας κερνά τελευταία ο καιρός. Μικρές Αλκυονίδες μέρες. Και λέω μικρές γιατί όπως καταντήσαμε τη φύση σε λίγο μάλλον θα αποτελούν κι αυτές παρελθόν. Είπα να αδράξω την ευκαιρία για ένα περίπατο. Το συνήθιζα συχνά παλιότερα. Τώρα αργά και που και μόνο σαν θέλω να αναμετρηθώ με την μνήμη και την σκόνη του χρόνου.
Εξάλλου σήμερα γιόρταζε η μικρή μας πόλη. Η πόλη στην οποία γεννηθήκαμε, η πόλη στην οποία μεγαλώσαμε και η πόλη στην οποία τουλάχιστον οι περισσότεροι από εμάς θα καταλήξουμε. Η πόλη που αγαπήσαμε και μισήσαμε, με τα καλά της και τα κακά της, με τις ευλογίες και τις κατάρες της, με τους καλούς, τίμιους ανθρώπους και τα πονηρά ζουλάπια. Αυτήν την πόλη ήθελα να περπατήσω σήμερα. Να περάσω από δρόμους που είχα καιρό να διαβώ. Να αντικρύσω αρχοντικά που στέκουν ακόμη όρθια. Να θυμηθώ πως ήταν η ζωή εκείνα τα χρόνια, τα παλιά. Άλλωστε ποτέ δεν με ενέπνεαν οι επισημότητες και τα πρωτόκολλα.
Κατηφορίζοντας πέτυχα την κύρα Μπία. Ένα τυχαίο συναπάντημα που μόνο τυχαίο δεν ήταν. Έβαλε μάλλον ο άγιος το χεράκι του. Χάρηκα που την είδα και που ήταν καλά, στην ηλικία της, γιατί είχαμε μήνες ν’ ανταμώσουμε. Την καλημέρισα και της ευχήθηκα χρόνια πολλά. Σταυροκοπήθηκε, με τράβηξε στην αγκαλιά της με μία αποφασιστική κίνηση και με φίλησε. Αφού τα είπαμε εν συντομία, δεν δεχόταν να μην μπω στο σπιτικό της για έναν ελληνικό από τα χεράκια της. Πέρασα το κατώφλι και αμέσως μύρισα τον αέρα μιας άλλης εποχής που ωστόσο διατηρούσε ακόμη μια παράξενη φρεσκάδα. Παμπάλαια έπιπλα, καλοσυντηρημένα, αυθεντικά ανατολίτικα χαλιά και κορνίζες με ασπρόμαυρα πρόσωπα.
Όποτε βρισκόμαστε, εκείνη μιλάει και γω ακούω. Κάθε φορά ξέρω ακριβώς τι θα μου πει αλλά ποτέ δεν βαριέμαι γιατί όσα εξιστορεί, τα περιγράφει με τη ζωντάνια εκείνης που τα έχει ζήσει, και τη νοσταλγία εκείνης που δεν πρόκειται ποτέ να τα ξαναχαρεί. Μου μιλάει για τους παλιούς Πυργιώτες, για την αρχοντιά εκείνου του Πύργου. Για τους εμπόρους και τους καταστηματάρχες, για τα καφενεία, για τα τραπεζώματα, για τις φιλίες, για τις δυσκολίες, για την ανθρωπιά και το ήθος, για μία σπάνια και συγκεκριμένη αθωότητα η οποία υπήρχε στα πράγματα και έχει οριστικά χαθεί.
«Εις το επανιδείν», μου φώναξε καθώς ήδη ανηφόριζα για τον κάματο. Την ίδια ώρα, πολύ κοντά στον τελικό μου προορισμό, σύσσωμη η τοπική «ηγεσία» παρακολουθούσε με κατάνυξη την λαμπρή δοξολογία. Άγιε μου Χαραλάμπη, σκέφτηκα, φώτισέ τους να πράξουν σοφά. Ίσως με τη θεία χάρη σου να επιστρέψει μια μέρα η πρόνοια και γιατί όχι και η αρχοντιά σε τούτον τον τόπο…[/vc_column_text][/vc_column][/vc_row]