Τo χρονογράφημα: 160 (και κάτι) νύχτες
Αυτός ο ψίθυρος που με τρομάζει
Ο καιρός στην πόλη αναποφάσιστος, μια να βρέχει και μια να σταματά. Και οι λακκούβες ποτέ να μην στεγνώνουν. Και ένας ψίθυρος πλανάται διαρκώς και σε τρομάζει. Σκύβουν περίεργα τα δέντρα τον χειμώνα, και οι άνθρωποι περίεργα σκύβουν. Και συ περνάς μπροστά από μια διμοιρία. Και ακούς φωνές, σφυρίγματα και ε φίλε. Να γυρίσεις άκριτα, να δώσεις δικαίωμα να σε πατήσουν κάτω. Να εκτονώσουν το αίσθημα ασφάλειας δέρνοντας τυχαίους περαστικούς. Είναι ο καιρός ανάποδος και κάτι διαρκώς συννεφιάζει.
Δεν είναι η καταστολή και οι έξαλλοι με τις στολές. Δεν είναι καν τα κυβερνητικά στελέχη και οι ευλογίες τους σε μώλωπες και παραβιάσεις. Είναι αυτός ο ψίθυρος που ακούς στο δρόμο, αυτή η σιωπηλή συμφωνία ενός μέρους που έτσι τυχαία ξεσπά και ξεθαρρεύει. Σε τυχαίες κουβέντες, σε συναντήσεις που ξεφεύγουν, που ακούγονται και φτάνουν στον περαστικό, πολλές φορές ειπωμένες για να φτάσουν στον περαστικό.
Αυτό το «καλά να πάθουνε» και αυτό το «καλά τους κάνουνε». Αυτό το συναίσθημα που σε παραπέμπει σε συμμαθητές που χαίρονται με την τιμωρία σου γιατί αυτοί ποτέ δεν απέκλιναν σε πράξεις που δεν εγκρίνει ο διευθυντής. Σε πάντα άμεμπτους μικρομέγαλους, άρτιους και αρτιμελείς, ανεπάγγελτους υπαλλήλους του μήνα, μονίμως ορθούς και μονίμως στοιχισμένους. Που τώρα οι μικρομέγαλοι μεγάλωσαν αλλά έμειναν στην ίδια ηλικία. Αυτή της απόλυτης κατάφασης.
Μα δεν είναι η διαφωνία, δεν είναι καν το περιεχόμενο που σε ανατριχιάζει. Είναι η επανάληψης αυτής της κονσερβοποιημένης γλώσσας, αυτής της τηλεοπτικής συνταγής που ζητάει τάξη και ασφάλεια άνευ όρων. Και άνευ ελευθεριών. Που συνδέει την κανονικότητα την οποία ευαγγελίζεται, με το ξύλο και τα ΜΑΤ. Σαν να επιθυμούν να συνδεθούν και αυτοί στο βίαιο τρενάκι της.
Δεν είναι εύκολο να επιχειρηματολογήσεις. Και δεν είναι μόνο θέμα διάθεσης. Είναι πως δεν σου ανήκουν τα εργαλεία. Οι λέξεις κονσέρβες που τα τηλεοπτικά παπαγαλάκια και άλλα μέσα εξαχρείωσης εκσφενδονίζουν καθημερινά σε πρόθυμα κεφάλια. Αποσιώπηση, παραχάραξη, κατασκευή. Δεν θέλεις να εμπλακείς, γιατί το μόνο που σου βγαίνει είναι ανακατωσούρα και κατάρες.
Όταν φτάνουμε στο σημείο να διαψεύδουν γεγονότα που βλέπουμε με τα μάτια μας και ακούμε με τ’ αυτιά μας, όταν τα ΜΜΕ παίζουν τον ρόλο όχι της αποκάλυψης αλλά της συγκάλυψης έκνομων πράξεων του κράτους, όταν οι άνθρωποι χάνουν την προσωπική τους ελευθερία και το δικαίωμα στην ιδιωτικότητά τους εν ονόματι του βολικού προσχήματος που ακούει στο παραπλανητικό όνομα ασφάλεια, όταν τα «όργανα της τάξεως» χτυπούν στην ταράτσα τους πολίτες, αυτά που κινδυνεύουν να πληγούν, είναι οι ανθρώπινες ζωές, οι ανθρώπινες ψυχές, οι ανθρώπινες αξίες που συνεχώς καταπατώνται.
Γυρνάς λοιπόν στο φιλικό σου περιβάλλον, στον κύκλο σου και στη διαδικτυακή σου επιβεβαίωση. Στον μόνιμο σκανδαλισμό από την γύρω κατάντια, στις στιγμιαίες καταγγελίες που σύντομα θα καλυφθούν απ τις επόμενες. Τραβάς και συ τα μαλλιά και σκίζεις τα ρούχα σου, κρούεις τον κώδωνα, γράφεις εύστοχα ή δεν κάνεις τίποτα απολύτως και απλά κοιτάς. Και αυτό το συναίσθημα της περίκλειστης ματαιότητας που δεν λέει να σε αφήσει.
Έξω αποφάσισε να βρέξει. Και συ νιώθεις τυχερός που βρίσκεσαι μέσα.