ΤΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΤΟΥ ΕΚΔΟΤΗ: Τα χρόνια της (χαμένης) αθωότητας
Πως να σωπάσω μέσα μου
την ομορφιά του κόσμου
ο ουρανός δικός μου
η θάλασσα στα μέτρα μου
Στου βούρκου μέσα τα νερά
ποια γλώσσα μου μιλάνε
αυτοί που μου ζητάνε
να χαμηλώσω τα φτερά…
(ερμηνεία Ν. Ξυλούρης, μουσική Στ. Ξαρχάκος, στίχοι Κ. Κινδύνης)
Δε θέλω ποτέ να κατηγορώ τα νέα παιδιά, ό,τι κι αν είναι, όπου κι αν βρίσκονται, ό,τι κι αν λένε. Προσπαθώ μόνο να καταλάβω. Αυτό είναι το δύσκολο μονοπάτι, αλλά όπως συμβαίνει τις περισσότερες φορές στη ζωή, αυτό είναι και το σωστό. Το να οικτίρεις, να χαρακτηρίζεις, να καταδικάζεις, είναι εύκολο, υπερβολικά εύκολο για σκεπτόμενους ανθρώπους. Γιατί ακόμα κι αν αποδίδεις ευθύνη, οφείλεις πρώτα και κύρια ή έστω παράλληλα, να καταλογίσεις το δικό σου μερίδιο. Ας ξεκινήσουμε από το δικό μας μερίδιο λοιπόν. Ας πάρουμε το δεδομένο της συντριβής των εφηβικών ονείρων, ως τεκμήριο της δικής μας τελεσίδικης ενοχής.
Το δεδομένο είναι ότι, κατά μεγάλη πλειοψηφία, οι νέοι ψήφισαν συντηρητικά. Οποία παραδοξότητα και όμως συνέβη. Και άντε τώρα εσύ να καταλάβεις. Άντε να «νιώσεις» το πως και το γιατί ενός 17άρη ή μιας 20σάχρονης, οι οποίοι βιώνουν στο πετσί τουςτην έρημο του πραγματικού. Και επιπλέον άντε να χωνέψεις, πως γίνεται η νεότητα, η οποία είναι συνυφασμένη με την μεγαλείο της τόλμης και το θαύμα της υπέρβασης, να ταυτίζεται, έστω σε αυτό το επίπεδο, με τα πιο γκροτέσκα, απολίτιστα και φαύλα είδωλα. Άτιμη πολιτική επιστήμη! Ριμάδα κοινωνιολογία! Δόλια φιλοσοφία!
Τους ακούμε προσεκτικά τις τελευταίες βδομάδες, και τους πολιτικούς επιστήμονες, και τους κοινωνιολόγους, και τους φιλοσόφους, αλλά όπως λέει και ο Λειβαδίτης, εγώ θάθελα να μιλήσω απλά. Μας απογοήτευσαν τα παιδιά, αλλά εμείς τα απογοητεύσαμε πρώτα. Αρνήθηκαν τον εαυτό τους, αλλά εμείς τους αρνηθήκαμε να είναι. Εγκατέλειψαν οικειοθελώς κάθε προοπτική για κάτι καλύτερο, αλλά εμείς ήμασταν εκείνοι οι οποίοι τους αφήσαμε μονάχους σε μια έρημη χώρα. Μας απογοήτευσαν και τους απογοητεύσαμε. Αυτή είναι η πικρή αλήθεια. Ο μηδενισμός, γιατί αυτή είναι η έννοια κλειδί, επικράτησε τηςσυλλογικής αξίας, του ιδανικού, της μεγάλης ιδέας για την κοινωνία ή τουλάχιστον για τη γενιά, και όχι για τον εαυτό μας.
Σε κάτι τέτοιες στιγμές συλλογιστικής δυσθυμίας, καταφεύγεις στο παρελθόν. Εκεί βλέπεις τα νιάτα, σε όλη σχεδόν την ιστορία του περασμένου αιώνα, στην πρωτοπορία. Τα βλέπεις να διασχίζουν πυρωμένα τις γραμμές της συντήρησης, του αυταρχισμού και της ωμής βίας, συχνά δίχως να μετρούν, δίχως να τους ενδιαφέρει να μετρήσουν το κόστος. Νέα παιδιά που τα έδωσαν όλα, χωρίς να περιμένουν τίποτα σε αντάλλαγμα για τους ίδιους. Άνθρωποι οι οποίοι θυσίασαν πρόθυμα ακόμα και τη ζωή τους, γιατί πίστεψαν αληθινά σε ένα αληθινό ιδανικό. Δε λογάριασαν τίποτα. Ούτε κακουχίες, ούτε βάσανα, ούτε φόβους, ούτε απερίγραπτους πόνους.
Παρά την τρομοκρατία και τη βία εκείνων των εποχών, διακρίνεις με σαφήνεια στον αντίποδα μία ανεπιτήδευτη, αυθεντική και συγκινητική αθωότητα. Είχαν ιδανικά επειδή κάτι ή κάποιος τους ενέπνεε. Είχαν αξίες επειδή πίστευαν ακράδαντα ότι στο τέλος θα νικήσουν. Και νίκησαν, αν σκεφτείς τι πέτυχαν, για όλους, για όλους εμάς που σήμερα ξεφυσάμε μελαγχολικά, αναστοχαζόμενοι το γινόμενο των χαμένων ευκαιριών. Εμείς φταίμε. Επιτρέψαμε να χάσουν αυτήν την αθωότητα, που κινητοποιεί βουνά, αναδεύει θάλασσες, και πραγματώνει ανατροπές οι οποίες μέχρι πρότινος, φαίνονταν αδιανόητες. Εμείς φταίμε. Εμείς φταίμε για τα χρόνια που ζούμε και τα χρόνια που έρχονται. Τα χρόνια της χαμένης αθωότητας.
Ο εκδότης