ΤΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΤΟΥ ΕΚΔΟΤΗ: Χρόνη, ευτυχώς εσύ δεν “έφυγες” νωρίς
Κι όταν τελικά μας άφησες χρόνους,τότε μόνο αντιληφθήκαμε ότι θα σε θυμόμαστε χρόνια ολόκληρα και κάθε χρόνο που περνά θα κάνουμε το μνημόσυνό σου, αλλά και θα μνημονεύουμε και τη γέννησή σου, που συνέβη μια σταχτιά μέρη του Νοέμβρη, πίσω στο 1930. Έτσι κάνουν με τους μεγάλους.Τους «καλούν» και τη μέρα της γέννησής τους, όχι μόνο στο θάνατο, παρότι ως προσωπικότητα ο Χρόνης Μίσσιος διέθετε αυτή τη σπάνια, τη γνήσια οικειότητα που σε κάνει να αγαπάς και να πιστεύεις κάποιον, ακόμα κι αν δεν τον έχεις γνωρίσειποτέ από κοντά. Ήρωας και άνθρωπος ταπεινός την ίδια στιγμή, δίχως ίχνος έπαρσης για το μεγαλείο του, γεμάτος μόνο ευγνωμοσύνη για τη ζωή του, για όσα ευτύχησε να ζήσει.
Γιατί παραδόξως ο ίδιος θεωρούσε ευτύχημα το γεγονός ότι πέρασε συνολικά 21 ολόκληρα χρόνια στις φυλακές, στα κολαστήρια και στα ξερονήσια της μετεμφυλιακής Ελλάδας: «Καμιά φορά με ρωτούν οι δημοσιογράφοι: Χρόνη έχεις μετανιώσει για τη ζωή σου; Λέω όχι. Όχι! Τι πιο ωραίο να πεθαίνεις για ένα όραμα, για έναν όμορφο μύθο, απ’ το να ζεις συνεχώς μια χαμοζωή; […] Γιατί τα βιώματα ήταν ουσιαστικά. Κατάλαβες; Ζούσαμε. Είχε συνέχεια η ζωή μας, δεν ήταν αυτή γκρίζα καθημερινότητα, αλλά ήταν μεγάλο κατόρθωμα να παραμείνεις άνθρωπος. Ήταν πολύ σημαντικό να κοιτάξεις τη μάπα σου το πρωί στον καθρέφτη και να πεις “είμαστε εντάξει, ρε μάγκα, πάμε”. Δεκαεπτά χρονών παιδί ήμουν και καταδικασμένος σε θάνατο κι εγώ τους έγραφα».
Είναι τόσες πολλές και άξιες λόγου οι περιπέτειές του, τόσο δυνατά και γεμάτα ιστορία τα βιώματά του, που θέλεις να ευχαριστήσεις τους θεούς οι οποίοι τον έσπρωξαν στη συγγραφή. Στο πρώτο του βιβλίο, με τίτλο «Καλά, Εσύ Σκοτώθηκες Νωρίς», το οποίο εκδόθηκε το 1982, περιγράφειμε συγκλονιστική αμεσότητα την παραγγελιά στη μάνα του, παραμονές μιας ακόμη επικείμενης εκτέλεσης, που ευτυχώς δεν έμελλε να έρθει ποτέ: «Αλλά σου έλεγα για τις λαχτάρες που έκανα στη μάνα μου. Όταν, που λες, είσαι για εκτέλεση, έχεις κάθε μέρα επισκεπτήριο. Ε, ήρθε η κακομοίρα η μάνα μου την πρώτη μέρα να με δει. Για να πάω στο στρατοδικείο, μου είχαν φέρει ένα κοστούμι του αδερφού μου, γιατί εγώ δεν είχα καλά ρούχα. Αφού είδα τη μάνα μου, την αγκάλιασα, της λέω, κοίτα να δεις, αύριο που θα ’ρθεις, να μου φέρεις τα παλιά μου τα ρούχα να φορέσω, γιατί, ε, αφού μεθαύριο θα μας σκοτώσουν, να μην πάει τζάμπα και το κουστούμι. Μπαμ η μάνα μου, κάτω, ξερή».
Αλλού, εξιστορεί πως προέκυψε το ιστορικό πια «Χαμογέλα ρε… Τι σου Ζητάνε;», το οποίο έγινε και αυτό βιβλίο. Η πεισματική άρνησή του να υποταχθεί στο σαδιστικό τερτίπι του εξουσιαστή του, του διευθυντή της Ασφάλειας, του κόστισε 6 χρόνια στη φυλακή: «Η εξουσία των νικητών, το εφιαλτικό κράτος, ζητούσε από μένα τον παρία, που χρόνια και χρόνια προσπάθησε να με εξοντώσει, “απλώς” να του χαμογελάσω. Του λέω, κοίτα να δεις, δεν μπορώ να κρατηθώ άλλο, θα χαμογελάσω από ευτυχία για την αχρήστευση της βίας, θα χαμογελάσω για τον αδερφό μου τον άνθρωπο, για σας θα μου ήταν πιο εύκολο ένα δάκρυ. Ελπίζω αφού μου το ζητάτε, να καταλαβαίνεται γιατί αρνούμαι να χαμογελάσω. Παρόν στη συζήτηση και ο Αρτέμης. Ήθελε κάνα δυο μήνες να βγει στη σύνταξη και τον είχαν μόνιμο χαφιέ στα κρατητήρια. Όπως σου είπα, τον ήξερα από πιτσιρικάς, μια γειτονιά. Ποτέ δεν βασάνισε άνθρωπο, αντίθετα όπου μπορούσε και πέρναγε από το χέρι του, βοηθούσε.Τώρα λοιπόν ο Αρτέμης ακούει τον διοικητή του που μου ζητάει να χαμογελάσω απλώς και να με αφήσει να πάω σπίτι μου και εντελώς αυθόρμητα από αγάπη για μένα, γυρίζει παρουσία όλων και λέει: “Χαμογέλα, ρε μαλάκα, τι σου ζητάνε;”. Τον κοίταξα στα μάτια και του λέω, τίποτα, ρε Αρτέμη, απλώς, υπάρχει και το ζεϊμπέκικο».
«Έρχομαι από μακριά», γράφει ο Ελύτης στο«Ιδιωτική Οδός» και η αίσθησή μου ήταν και παραμένει μέχρι την ώρα που γράφονται τούτες οι γραμμές ότι ο Χρόνης Μίσσιος ερχόταν πράγματι από πολύ μακριά, κουβαλώντας πάνω του όχι μόνο τον ατσάλινη θέλησηενός Οδυσσέα αλλά και την αρετή ενός Διογένη. Ο Μίσσιος διέσωσε μεν την αντιστασιακή και αριστερή συλλογική μνήμη με τα πολύτιμα απομνημονεύματα της γενιάς του, αλλά δεν αρκέστηκε σε αυτό. Ο μετέπειτα διαχωρισμός της θέσης του από την Αριστερά, αποδεικνύει ότι παρέμεινε ένας αταλάντευτος μαχητής, ο οποίος ποτέ και για κανέναν δεν διαπραγματεύτηκε τη σύγκρουσή του με τα όρια της ελευθερίας. Ευτυχώς δε σκοτώθηκε νωρίς. Ευτυχώς θα ζήσει για πάντα.
Ο εκδότης