FOLLOW US: facebook twitter

Το κόστος μετάβασης στην κεφαλαιοποιητική επικουρική ασφάλιση και η χρηματοδότησή του

Ημερομηνία: 02-07-2021 | Συντάκτης:

[vc_row][vc_column][vc_single_image image=”138664″ img_size=”full”][vc_column_text]

Του Σάββα Γ. Ρομπόλη Ομότ. Καθηγητή Παντείου  Πανεπιστημίου και Βασίλειου Γ. Μπέτση Δρ. Παντείου  Πανεπιστημίου

[/vc_column_text][vc_column_text]Ο  μεγαλύτερος  κίνδυνος,μεταξύ  των  άλλων,  του  κυβερνητικού  εγχειρήματος μετατροπής της δημόσιας κοινωνικής επικουρικής ασφάλισης σε κεφαλαιοποιητική, που θα αντιμετωπίσει,  κατά  τα  επόμενα  χρόνια, η ελληνική οικονομία, η κοινωνία και οι  μελλοντικές γενιές, είναι το κόστος μετάβασης.

Το κόστος μετάβασης προκύπτει από το γεγονός ότι αφού από 1.1.2022, οι εισφορές δεν θα χρησιμοποιούνται για την καταβολή των σημερινών συνταξιούχων και αφού η κυβέρνηση υπόσχεται ότι καμία σύνταξη δεν θα μειωθεί, η καταβολή των συντάξεων των σημερινών συνταξιούχων θα χρηματοδοτείται  από τον Κρατικό  Προϋπολογισμό.

Βέβαια, αυτό το  οποίο  προκαλεί ιδιαίτερη εντύπωση στην προσπάθεια της κυβέρνησης να πείσει τους  πολίτες  στην  Ελλάδα  για το υψηλού κινδύνου  εγχείρημα της κεφαλαιοποίησης της επικουρικής ασφάλισης, είναι ο  αβάσιμος,  σύμφωνα  με  την  διεθνή  και  ευρωπαϊκή  βιβλιογραφία,  ισχυρισμός  ότι  οι αποταμιεύσεις των εισφορών θα επενδύονται στην ελληνική οικονομία.

Έτσι,  κατ΄αυτόν  τον  λανθασμένο  ισχυρισμό, η  κεφαλαιοποίηση  της  επικουρικής  κοινωνικής  ασφάλισης  θα  συμβάλλει   στην οικονομική ανάπτυξη  της  χώρας  μας, την  δημιουργία  νέων  θέσεων εργασίας,  την αύξηση  της παραγωγικότητας  της εργασίας,  των  μισθών και εν τέλει  την αύξηση των εσόδων από φόρους οι οποίοι θα προσανατολίζονται, σύμφωνα  με  κυβερνητικούς  παράγοντες, στην  κάλυψη  του  κόστους μετάβασης.

Ειδικότερα υποστηρίζεται,  ότι τα οφέλη από την ανάπτυξη θα είναι τόσο μεγάλα που μετά από δέκα έτη ο  Κρατικός Προϋπολογισμός δεν θα χρηματοδοτεί το έλλειμμα από το κόστος μετάβασης αφού αυτό θα αυτοχρηματοδοτείται από τα επιπλέον έσοδα που θα προκαλέσει  η  αύξηση μισθών και η αύξηση της απασχόλησης.

Όμως,  οι διακηρυσσόμενες  αυτές  προσδοκίες,  δεν έχουν καμία σχέση με την πραγματικότητα. Χαρακτηριστική  περίπτωση σε  διεθνές  επίπεδο,  αποτελεί  το    παράδειγμα της  Χιλής  το 1980, όπου το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης λειτουργούσε με το διανεμητικό σύστημα  και  ο δείκτης εθνικής αποταμίευσης ήταν 21%. Από το 1981 που η  συγκεκριμένη  χώρα  εισήγαγε  υποχρεωτικά (εκτός  του  στρατού  και  των  σωμάτων  ασφαλείας)  το  κεφαλαιοποιητικό σύστημα των ατομικών  λογαριασμών,  ο αντίστοιχος δείκτης το  1991 ήταν  18,8% .

Επίσης, σε άλλη έρευνα (Holzmann 1997) αναφέρεται ότι  «η άμεση επίδραση της κεφαλαιοποίησης της κοινωνικής ασφάλισης στην ιδιωτική αποταμίευση ήταν πολύ χαμηλή μέχρι και αρνητική». Το  ίδιο, ο Hughes (1999) σε δημοσίευση  του, η  οποία  προέκυψε  από την συγκριτική ανάλυση 16 χωρών,  αναδεικνύει ότι δεν υπάρχει συσχέτιση μεταξύ των περιουσιακών στοιχείων των συνταξιοδοτικών ταμείων και της καθαρής εθνικής αποταμίευσης.

Στο ίδιο συμπέρασμα έχει καταλήξει και έρευνα (1998) της Διεθνούς Ένωσης Κοινωνικής  Ασφάλισης (ISSA). Επιπρόσθετα, σε αντίστοιχες  έρευνες αναδεικνύεται  το  συμπέρασμα ότι η επένδυση των αποταμιεύσεων των εισφορών των ασφαλισμένων στο κεφαλαιοποιητικό σύστημα των  ατομικών  λογαριασμών (ατομικός  κουμπαράς), δεν συσχετίζονταν με την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας, σε αντίθεση με τα επιχειρήματα   που  διατυπώνονται  σήμερα  στην  Ελλάδα  από   κυβερνητικούς  παράγοντες.

Στο ίδιο συμπέρασμα έχει καταλήξει και ο νομπελίστας οικονομολόγος J. Stiglitz όπως και άλλοι ερευνητές και ακαδημαϊκοί

Στις  συνθήκες  αυτές  και  σε  πρακτικό  επίπεδο  καμία κυβέρνηση   δεν  θα  μπορέσει  να διαχωρίσει τα έσοδα από φόρους από την κεφαλαιοποιητική επικουρική ασφάλιση. Τα έσοδα των φόρων είναι ενιαία, άρα στην πραγματικότητα η χρηματοδότηση του ελλείμματος θα  πραγματοποιείται   από τον Κρατικό Προϋπολογισμό. Επιπλέον, θα πρέπει να σημειωθεί ότι ήδη στις μελέτες για την επικουρική ασφάλιση του Ν. 4670/2020, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στις υποθέσεις εργασίας θεωρούσε ότι η ανεργία στην Ελλάδα μέχρι το 2030  θα  προσεγγίσει στο επίπεδο του 10% και το 2035 στο επίπεδο του 7%  του  εργατικού  δυναμικού,  με μέση ετήσια    αύξηση του ΑΕΠ 1%.

Έτσι, το εύλογο ερώτημα,  που  προκύπτει,  συνίσταται  στο ποιο  θα  είναι  το  όφελος της  πραγματικής   οικονομίας από τις αποταμιεύσεις του κεφαλαιοποιητικού συστήματος; Πόσο δηλαδή  θα αυξηθεί η απασχόληση,  προκειμένου να μπορεί  να  ληφθεί υπόψη ότι θα  προσεγγίσει στο υψηλότερο επίπεδο,  όταν  μάλιστα  μειώνεται   ο  πληθυσμός  και το εργατικό δυναμικό; Κατά  συνέπεια,  το  ερώτημα  που  προκύπτει  είναι  εάν  θα  απαντηθούν  τα  συγκεκριμένα ερωτήματα, προκειμένου  να  αναδειχθεί  με  αυστηρά  μεθοδολογικό  και  ποσοτικό   τρόπο  τα  μειονεκτήματα  και  ο  υψηλός  κίνδυνος  του  κυβερνητικού  εγχειρήματος  για  τους  συνταξιούχους,  την  οικονομία,  την  κοινωνία  και την  νέα  γενιά.

Συγκεκριμένα το έλλειμμα από το κόστος μετάβασης θα ξεκινήσει από τα 200 εκ. ευρώ και στην πρώτη δεκαετία θα προσεγγίσει το 1 δις.  Μετά από 20 έτη θα  προσεγγίσει  τα 2,7  δις  ευρώ  ετησίως. Οι ετήσιες εισφορές που θα αποταμιεύονται μέχρι το 2040 θα  αντιστοιχούν στο 60% του ετήσιου κόστους μετάβασης, με  αποτέλεσμα  να  μην  είναι δυνατόν τα επιπλέον έσοδα από φόρους από την κεφαλαιοποίηση της  επικουρικής  κοινωνικής  ασφάλισης να καλύψουν  το ετήσιο έλλειμμα του κόστους μετάβασης. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις μας,  τα οποιαδήποτε επιπλέον έσοδα από πρόσθετους φόρους δεν θα  υπερβαίνουν ετησίως το 10% του μέσου ετήσιου ελλείμματος (1,6 δις ευρώ για την περίοδο 2020-2070) του κόστους μετάβασης, με  αποτέλεσμα  να  αναδεικνύεται  με  τον  πιο  εύληπτο  τρόπο  ότι  ο   ισχυρισμός ότι το κόστος μετάβασης θα είναι αυτοχρηματοδοτούμενο  είναι  λανθασμένος  και αβάσιμος.

Πηγή: topontiki.gr[/vc_column_text][/vc_column][/vc_row]


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Καιρός Πύργος

leventis

opap
300x600
olympia

Screenshot