Μικροϊστορίες… της στιγμής: Το κορίτσι που πουλούσε ιστορίες
[vc_row][vc_column][vc_single_image image=”146912″ img_size=”full”][vc_column_text]
Γράφει η Αστάθεια
[/vc_column_text][vc_column_text]Ξένισε τους διαβάτες η πολύχρωμη καρώ κουβέρτα, που είχε στρωθεί στις ασπρόμαυρες μαρμάρινες πλάκες της πλατείας. Στην περιτειχισμένη πόλη, οι δημόσιοι χώροι δεν είχαν χρώματα, με απόφαση των αρχόντων, προκειμένου να γυαλίζουν τα κοκορόφτερα στα ψηλά καπέλα τους και να φαίνεται έντονα η παρουσία τους.
Ένα κορίτσι, ξυπόλητο με μανδύα από λινάτσα, καθόταν σταυροπόδι, περιτριγυρισμένη από χαρτιά και μολύβια.
Κάποιος περαστικός απόρησε και του είπε:
-Έρχομαι από τα βουνά, έχω περπατήσει δάση και λίμνες και ποτάμια και πουλάω μικρές ιστορίες… Είχα ένα ζεμπίλι με λέξεις και μου το έκλεψαν καθώς κοιμόμουν στις κουκουναριές. Μου ‘παν ότι ο ποιητής αγόραζε λέξεις, έτσι κι εγώ θέλω να μαζέψω χρήματα να αγοράσω καινούργιες. Είχα συλλέξει ξεχασμένες ντοπιολαλιές και ευφυολογήματα από τις γερόντισσες στους αργαλειούς, τους πεταλωτές, τους πλανόδιους πραματευτάδες και τους διασκεδαστές… Λίγο παλιά αλλά όχι τελείως χαμένα…
Να γράψω αφηγήσεις και καταγραφές…
-Να σου κάνω σεφτέ τότε! Έχεις κάτι για τα παιδιά μου;
-Να εδώ είναι παραμύθια, χωρίς πολέμους και βασιλιάδες… Να ονειρευτούν έναν καλύτερο κόσμο και να τον φτιάξουν…
Άνοιξε το σακί και βγήκαν κύλινδροι χαρτιού- σαν αρχαίοι πάπυροι, τυλιγμένοι με πολύχρωμες κορδέλες, που απλώθηκαν γύρω της.
-Πάρτε κόσμε, μια δραχμή η ιστορία ή ένα ματσάκι γιασεμιά!!!
Ήδη είχε μαζευτεί κόσμος κι άρχισαν να διαλέγουν και να αγοράζουν!
Μέχρι που όλα -θαυμαστά- άλλαξαν. Μετά από κάθε συναλλαγή, οι ασπρόμαυρες φιγούρες/κάτοικοι έπαιρναν χρώματα…
Το πλήθος γελούσε και τραγουδούσε και δεν είχε πλέον φόβο για τα κοκορόφτερα των αρχόντων.[/vc_column_text][/vc_column][/vc_row]