Το καρτέρι της αλεπούς
[vc_row][vc_column][vc_single_image image=”155069″ img_size=”full”][vc_column_text]Όπως και πέρυσι, έτσι και φέτος ο Ηλείος βραβευμένος λογοτέχνης Δημήτρης Κανελλόπουλος δημοσιεύει αποκλειστικά στην «Πρωινή» διήγημά του, για να σας κρατήσει συντροφιά την Πρωτοχρονιά.
Δημήτρης Κανελλόπουλος
Ήταν αφέγγαρη η νύχτα. Εγώ κι ο πάππος καθόμασταν έξω από το μαγαζί του Παπαγιάννη. Σ’ ένα δρύινο στενό παγκάκι. Δεν βλέπαμε παραπέρα από τη μύτη μας. Είχε πει από νωρίς, ο πάππος μου, να φυλάξουμε εδώ για την αλεπού. Θα ακούγαμε τα κότερα να σπαράζουν και θα τρέχαμε. Είχε βάλει μια παγίδα με σύρμα, τί δε μας αφήναν να έχουμε όπλο. «Θα την πιάσουμε ζωντανή», μου είπε. Μιλούσαμε ψιθυριστά, να μη μας ακούσει το ζώο μέσα στη σιγαλιά της νύχτας και φύγει.
Πρώτη φορά τέτοια ώρα βρισκόμασταν έξω από το σπίτι. Ο Μπάμπης είχε κλείσει το καφενείο. Από τον Αράπη δεν ακουγόταν μιλιά. Είχε πλαγιάσει η φαμελιά του Μίμη. Μονάχα κάτι φρουμίσματα από το άλογο του Παπάγου, ακούγονταν που και που, μέσα από το παλιό του σπίτι.
Ο πάππος μου άναψε τσιγάρο. Είδα τα μάτια του για μια στιγμή, καθώς άστραψε η φλόγα του τσακμακιού.
«Δεν έχουμε ένα ντουφέκι μου ψιθύρισε… Αν μας άφηναν οι κερατάδες».
«Ναι παππούλη, ψιθύρισα εγώ», χωρίς να πω τίποτα άλλο, τηρώντας τις οδηγίες του: να έχω τα μάτια και τ’ αυτιά μου ορθάνοιχτα, έτσι να την ακούσουμε στα σίγουρα, όταν θα ’ρθει.
Όλες οι αισθήσεις μου, είχαν καταληφθεί από μια περίεργη ένταση. Ήθελα να φανώ χρήσιμος. Να ακούσω, ει δυνατόν πρώτος τα βήματα της αλεπούς. Παράλληλα με βασάνιζε το ερώτημα, γιατί, εμείς να μην έχουμε όπλο όπως ο Διαρρήκτης; Αν είχαμε όπλο, θα είχαμε δύναμη. Θα μας φοβούνταν άνθρωποι και ζώα. Και ο κόσμος, θα ήταν πιο δίκαιος, αφού η οικογένειά μας, ήταν η πιο δίκαιη! Ήταν το ίδιο το δίκαιο, κατά την ισχυρή άποψή μου, την οποία είχε διαμορφώσει ο πάππος μου.
Βρισκόμασταν ακίνητοι, με τεταμένη την προσοχή μας περίπου μια ώρα και η αλεπού πουθενά. Ακούστηκε ένας στεναγμός της Βασίλαινας πάνω από το σπίτι, κι ύστερα ένας σύντομος μονόλογος: «…εχ μανούλα μου τί σου ’χω κάνει, και δεν με παίρνεις κι εμένανε εφτού κάτου…». Ύστερα πάλι σιωπή.
Πέρασε η ώρα. Κάποια στιγμή ακούστηκε ένα πολύ σύντομο κόακ, σαν παραπονιάρικος στεναγμός από κοτερό, πίσω από του Μπεϊντάση, όπου είχαμε το μύλο. Ο πάππος μου αυτιάστηκε. Ανασηκώθηκε λιγάκι. Κατόπιν χαλάρωσε.
«Σαν κάτι να άκουσα πουλάκι μου», είπε…
«Κι εγώ παππούλη, σα ν’ αναστέναξε ο κόκοράς μας».
Μετά πάλι σιωπή. Είχα καρφώσει τη ματιά μου, κατά τον τοίχο του μύλου. Κοίταζα κατά κει διαρκώς. Είχαν πονέσει τα μάτια μου, καθώς προσπαθούσα να τα κρατώ ανοιχτά συνεχώς στο σκοτάδι. Κάποια στιγμή, εκεί στη γωνιά του φράχτη του Παπάγου, μου φάνηκε πώς είδα δυο μικρές, ακίνητες σπίθες. Δυο πολύ μικρές, γλυκές κίτρινες σπίθες. Το βλέμμα μου καρφώθηκε σ’ αυτές. Μετά από λίγο, οι σπίθες μετατοπίστηκαν προς τα πίσω και τις έχασα. Δεν μίλησα στον πάππο. Υπέθεσα ότι ήταν κωλοφωτιές. Σιωπή παντού. Μονάχα η ανάσα μας ακουγόταν. Είχα γλαρώσει από την ακινησία. Κόντευα να κοιμηθώ. Ένα σκυλί πέρασε τρέχοντας από μπροστά μας. Τότε ο πάππος μου τινάχτηκε όρθιος, λέγοντας :
«Να την π’ ανάθεμά την, να την».
Πετάχτηκα όρθιος κι εγώ. Και κοιτώντας κατά εκεί που έκανε ο πάππος μου, είδα τις δυο κίτρινες, γλυκές σπιθίτσες να με κοιτούν, από εκεί που ήταν η ρονιά ανάμεσα στου Παπάγου και στου Πάικου του Μάρρα το καφενείο. Ώσπου να φτάσει ο πάππος μου εκεί, οι δυο κίτρινες σπίθες είχαν εξαφανιστεί. Την άλλη μέρα, διαπιστώσαμε ότι είχαμε μείνει χωρίς κόκορα. Τον είχε καθαρίσει η πονηρή αλεπού, την ώρα που ακούστηκε ο στεναγμός του.
[/vc_column_text][vc_single_image image=”155068″ img_size=”full”][vc_column_text]Ο Δημήτρης Κανελλόπουλος γεννήθηκε στη Νεμούτα Ηλείας, το 1954 από την οποία εκπατρίστηκε το 1958, ακολουθώντας την οικογένειά του, στην Αθήνα, ως εσωτερικός μετανάστης. Σπούδασε Ιστορία-Αρχαιολογία στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών και Ιστορία-Φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο Babes–Bolyai του ClujNapoca της Ρουμανίας. Εργάστηκε ως υπάλληλος διάφορων εκδοτικών οίκων και ως Φιλόλογος στην ιδιωτική εκπαίδευση. Δημοσίευσε τις συλλογές ποιημάτων Ομίχλη πέτρινη (Εκδόσεις Ηριδανός, 1986) Σκυθικές Ερημίες (Εκδόσεις Κολωνός, 1996), Σιγή Ασυρμάτου (Εκδόσεις Κολωνός, 2005), Κλίνη Σπόρου, Καλή (Εκδόσεις Οροπέδιο 2010) και Το Φράγμα της Μνήμης (Εκδόσεις Οροπέδιο 2016). Το 2018 κυκλοφόρησε η πρώτη συλλογή διηγημάτων του, με τον τίτλο Ο θάνατος του Αστρίτη και άλλες ιστορίες, από τις Εκδόσεις ΚΙΧΛΗ. Επιμελήθηκε το αφιέρωμα στη Ρουμανική Λογοτεχνία του περιοδικού Πολιορκία, αρ. 16, Απρίλιος 1982. Το 1984, οργάνωσε και παρουσίασε στο ρουμανικό αναγνωστικό κοινό, την ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ με τον τίτλο «42 Poetigreciicontemporani»,(42 σύγχρονοι Έλληνες ποιητές). Το 1996, επιμελήθηκε το θέμα του Πλανόδιουαρ. 24, το αφιερωμένο στο Ρουμάνο ποιητή AnatolBaconsky. Ποιήματά του έχουν δημοσιευτεί σε διάφορα περιοδικά. Από το 2006 εκδίδει το περιοδικό Οροπέδιο.[/vc_column_text][/vc_column][/vc_row]