Το Εκλογοδικείο της Κυριακής-Ευρωεκλογές 2019: Τα μηνύματα της κάλπης
[vc_row][vc_column][vc_single_image image=”84584″ img_size=”full”][vc_column_text]Ο ΣΥΡΙΖΑ ανέλαβε τη διακυβέρνηση της χώρας το 2015 παραλαμβάνοντας μία κοινωνία σε συντρίμμια. Το 30% των πολιτών βρίσκονταν κάτω από το όριο της ακραίας φτώχειας. Ήταν δεδομένο λοιπόν για τον ΣΥΡΙΖΑ πως πρώτη προτεραιότητα ήταν να στηρίξει αυτούς τους πολίτες που είχαν βρεθεί στο κοινωνικό περιθώριο εξαιτίας των επιλογών των κυβερνήσεων ΝΔ και ΠΑΣΟΚ την πενταετία 2010-2014. Παράλληλα, η κυβέρνηση, έκανε έναν επώδυνο συμβιβασμό το καλοκαίρι του 2015. Έναν συμβιβασμό που κρίθηκε στις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2015. Τρία χρόνια μετά κατάφερε αυτό που δεν είχαν καταφέρει τρεις κυβερνήσεις μέσα στην κρίση. Να βγάλει τη χώρα από τα μνημόνια και να σταθεροποιήσει την οικονομική ανάπτυξη, ενώ παράλληλα ακόμη και εντός των στενών δημοσιονομικών περιορισμών μεριμνούσε για τη στήριξη των ασθενέστερων, όπως με το κοινωνικό μέρισμα για τρία συνεχή έτη.
Πρώτο της μέλημα, αμέσως μετά την έξοδο από τα μνημόνια, ήταν μέσα από θετικά μέτρα να ενισχύσει ακριβώς τα στρώματα αυτά που είχαν σηκώσει το μεγάλο βάρος της κρίσης. Τα χαμηλά και μεσαία εισοδήματα. Για αυτό το λόγο και στη ΔΕΘ εξαγγέλθηκαν και υλοποιήθηκαν αμέσως πρωτοβουλίες όπως η μείωση του ΕΝΦΙΑ, η μείωση των ασφαλιστικών εισφορών για τους ελεύθερους επαγγελματίες, η αύξηση του κατώτατου μισθού και η κατάργηση του υποκατώτατου, το επίδομα στέγασης κλπ.
Στην ίδια ακριβώς λογική υλοποιήθηκαν και τα μέτρα που εξήγγειλε ο Πρωθυπουργός πριν έναν μήνα, αμέσως μετά την επισημοποίηση του υπερπλεονάσματος από τη Eurostat.
Επομένως, στη συγκεκριμένη εκλογική αναμέτρηση, οι πολίτες έστειλαν ένα σαφές μήνυμα. Ότι οι ζωές των ανθρώπων δεν αλλάζουν με βάση τους δείκτες της οικονομίας. Το χρονικό διάστημα από την έξοδο από τα μνημόνια μέχρι σήμερα δεν ήταν αρκετό για να μπορούν να δουν όλοι οι πολίτες στην καθημερινότητά τους τη βελτίωση της οικονομίας. Και αυτό προφανώς δεν είναι θέμα των πολιτών. Είναι ένα θέμα το οποίο οφείλει να απασχολήσει την κυβέρνηση και το σχεδιασμό της.Θετικά μέτρα όπως οι 120 δόσεις για χρέη σε εφορίες και ασφαλιστικά ταμεία, η μείωση του ΦΠΑ στα τρόφιμα, την ενέργεια, που αποτελούν ανάσα για εκατοντάδες χιλιάδες συμπολίτες μας και κυρίως για τη μεσαία τάξη και την μικρομεσαία επιχειρηματικότητα δεν έχουν προλάβει να αποδώσουν.
Επομένως, από τη μία είναι λογικό να υπάρχει φθορά εξαιτίας μίας δύσκολης διακυβέρνησης και ενδεχομένως και ψήφος διαμαρτυρίας των πολιτών. Σας θυμίζω ότι το ΠΑΣΟΚ πήγε από το 44 του 2009 στο 13% το 2012 μέσα σε 2,5 χρόνια.
Η ΝΔ πήγε από το 33% του 2009, στο 19% το 2012, επίσης. Τότε δε μιλούσε κανείς για στρατηγική ήττα τους.
Πλήρωσαν το μάρμαρο μιας πολιτικής που διέλυσε τη μεσαία τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα, για την οποία σήμερα δήθεν ενδιαφέρονται.
Ο ΣΥΡΙΖΑ λοιπόν προφανώς και θα είχε απώλειες. Όμως βλέπετε ότι διατηρεί ένα 24%, που είναι καθοριστικό και που καταρρίπτει το σχεδιασμό ορισμένων για στρατηγική ήττα του ΣΥΡΙΖΑ. Διότι το 24% των πολιτών υπερψήφισε τόσο την πολιτική της κυβέρνησης μέσα στην κρίση όσο όμως και την πολιτική που χαράσσει για την επόμενη μέρα. Μία πολιτική επούλωσης των πληγών, φορολογικών ελαφρύνσεων, ενίσχυσης του κόσμου της εργασίας, της υγιούς επιχεηματικότητας και ανασυγκρότησης του κοινωνικού κράτους που διαλύθηκε στα πρώτα χρόνια της κρίσης.
Ποια είναι τα διλήμματα των επερχόμενων εθνικών εκλογών;
Σήμερα, στις νέες συνθήκες, δηλαδή στην Ελλάδα μετά τα μνημόνια, συγκρούονται ξανά δύο αντίπαλα σχέδια. Και σήμερα είναι πολύ πιο ευνοϊκές οι συνθήκες για τον προοδευτικό πόλο, παρότι η Δεξιά εμφανίζεται ενισχυμένη μετά τις ευρωεκλογές.
Θυμίζω ότι μέχρι το 2012, οι δύο βασικοί πόλοι του πολιτικού συστήματος είχαν απόλυτη ταύτιση ως προς τη μνημονιακή στρατηγική. Σήμερα δεν ισχύει επ’ ουδενί κάτι τέτοιο. Σήμερα υπάρχει σαφής εναλλακτική και είναι το σχέδιο του ΣΥΡΙΖΑ.
Και αυτό είναι το σχέδιο υπέρ της κοινωνικής πλειοψηφίας, υπέρ της εργασίας και της δίκαιης ανάπτυξης. Έχει ξεκινήσει η υλοποίηση του, αλλά είμαστε σε πολύ αρχικό στάδιο. Κεντρικοί άξονες είναι η αύξηση των μισθών, η προστασία της εργασίας και η μείωση της φορολογίας στα μεσαία στρώματα και τους επαγγελματίες. Ειδικά η δραστική μείωση της εισφοράς αλληλεγγύης, από 1.1.2020, αλλά και πιο ριζικές παρεμβάσεις, για να ενισχυθεί ο παραγωγικός τομέας.
Από την άλλη πλευρά υπάρχει το σχέδιο της ΝΔ και του κ. Μητσοτάκη, το οποίο βασίζεται σε ένα ακραία νεοφιλελεύθερο δόγμα. Ότι η ανάπτυξη μπορεί να έρθει μόνο μέσα από τις ελαστικές σχέσεις εργασίας (για αυτό δεν ήθελε και καταψήφισε την επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων), τη συμπίεση του μισθολογικού κόστους προς όφελος των μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων (για αυτό δεν ήθελε την αύξηση του κατώτατου μισθού), τον περιορισμό του κοινωνικού κράτους και παραχώρηση όλων των βασικών δημοσίων αγαθών στην ιδιωτική πρωτοβουλία.
Η ψήφος στη ΝΔ είναι εγγύηση για επιστροφή στις μαύρες μέρες του 2012 και του 2013.
Είναι η επιστροφή μιας κυβέρνησης αλαζόνων που θεωρούν ότι τους χρωστάει ο λαός.
Όταν για παράδειγμα, οι μισθωτοί του ιδιωτικού τομέα, στους οποίους ο κ. Μητσοτάκης υπόσχεται ότι δεν θα πάρουν ποτέ σύνταξη από το ταμείο τους και τους υπόσχεται ότι θα δουλεύουν 7 μέρες την εβδομάδα, ψήφισαν ΝΔ, προφανώς και δεν το έκαναν γιατί συμφωνούν με αυτό. Αλλά γιατί σήμερα τα βγάζουν πέρα δύσκολα με το κόστος ζωής, τους έμμεσους φόρους.[/vc_column_text][/vc_column][/vc_row]