ΤΟ ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑ: Τα μπλουζ του μοναχικού λύκου
Αν κουραστείς απ’ τους ανθρώπους
κι είν’ όλα γύρω γκρεμισμένα,
μην πας ταξίδι σ’ άλλους τόπους
έλα σε μένα, έλα σε μένα.
Κι αν πέσει απάνω σου το βράδυ
με τ’ άστρα του τ’ απελπισμένα,
μη φοβηθείς απ’ το σκοτάδι
έλα σε μένα, έλα σε μένα.
Έλα και γείρε το κεφάλι
στα χέρια μου τ’ αγαπημένα,
να ζήσεις τ’ όνειρο και πάλι
έλα σε μένα, έλα σε μένα.
Κι αν δεις καράβια να σαλπάρουν
κι αν δεις να ξεκινάνε τρένα,
μην πεις μαζί τους να σε πάρουν
έλα σε μένα, έλα σε μένα.
Έχω μια θάλασσα σμαράγδια
μ’ αγάπη κι ήλιο κεντημένα,
για την καρδιά σου που ‘ναι άδεια
έλα σε μένα, έλα σε μένα.
Έλα και κάθισε δεξιά μου
σαν ξεχασμένος αδερφός,
να μοιραστείς τη μοναξιά μου
και να σου δώσω λίγο φως.
Νίκος Γκάτσος
Βγήκε δειλά δειλά, λίγο μετά το σούρουπο. Σα να έκρυβε όλη τη συστολή του κόσμου. Γιατί όμως τάχα να ντρέπεται, έχοντας πάρει και το χρώμα μιας αλλόκοτης πορφύρας, με ασημένιες και χλωμόξανθες ανταύγειες; Μήπως αυτή δεν είναι η κυρά της νύχτας; Η δεσποσύνη τ’ ουρανού; Μήπως αυτή δε μαγνητίζει με την όψη της και με τα ηλιοφώτιστα κεντήματά της ανθρώπους και θεριά, ακόμα και τη θάλασσα; Πανσέληνος του λύκου. Η πρώτη του έτους. Την ονόμασαν έτσι επειδή οι λύκοι ούρλιαζαν προς το φεγγάρι αυτή την εποχή του χρόνου. Που να ήξεραν τότε, ότι οι λύκοι ούρλιαζαν περισσότερο αυτή την περίοδο λόγω πείνας, αφού το ψύχος ήταν δριμύ, η τροφή λιγοστή και το τοπίο ντυμένο συχνά στα λευκά.
Έτσι ήταν κάποτε και ήταν φυσιολογικό. Και η φύση έδειχνε την άγρια, όσο και επικίνδυνη ομορφιά της. Απόψε όμως οι λύκοι δεν ούρλιαζαν. Το ψύχος δεν ήταν δριμύ, ούτε το τοπίο λευκό. Η φύση ήταν μεν όμορφη αλλά η ομορφιά της είχε κάτι το απόκοσμο, κάτι το αφύσικο, παραδόξως. Έμοιαζε περισσότερο με ανοιξιάτικο βράδυ που ετοιμάζεται σιγά σιγά να υποδεχτεί το καλοκαίρι παρά με νύχτα στην καρδιά του χειμώνα. Στ’ αλήθεια, η μόνη ψύχρα που μπορούσε να νιώσει κανείς, ακόμα και έξω στη βεράντα, ήταν η μοναξιά, την ώρα του μοναχικού τσιγάρου, που πάντα γίνεται στα κλεφτά γιατί δεν κάνει.֗ Με λίγες παρηγορητικές γουλιές παλαιωμένου τσίπουρου, αλλά με πολλή μουσική. Το ραδιόφωνο, πιστή συντροφιά, ακόμα κι αν δεν υπάρχει ψυχή τριγύρω. Ένας ολόκληρος κόσμος από μελωδίες, λέξεις, πρόσωπα, αισθήματα, συνοψισμένα όλα στη μοναξιά της πανσελήνου, μιας μοναχικής νύχτας μετά τις γιορτές, σαν μπλουζ μοναχικού λύκου, που δεν ουρλιάζει αλλά δεν παύει να νιώθει.
Ρίξε μια ζακέτα πάνω σου, καλού κακού, δε χρειάζεται να στο θυμίζει κάποιος διαρκώς. Ποτέ δεν ξέρεις. Για πολλούς ή για λίγους, ακόμα και για έναν, είμαστε σημαντικοί. Ακόμα και για το αδέσποτο της γειτονιάς που βασίζεται σε εμάς για λίγο φαγητό και λίγα χάδια. Όλα είναι καλύτερα με λίγο φαγητό και με αγάπη. Με συντροφιά. Όσο γίνεται. Όσο δυνατόν περισσότερη. Δεν είναι πάντα στο χέρι μας, σωστά. Εμείς ρίχνουμε απλά τα ζάρια αλλά δεν ξέρουμε τι θα φέρει η ζωή. Αλλά όπως και να τα έχει φέρει, ποτέ δε θα σβήσει αυτή η φλόγα, που ειδικά τις νύχτες με πανσέληνο δυναμώνει. Σαν προσευχή του Γκάτσου… Κι αν η σελήνη σ’ αντικρύσει παγερά. Κι αν πέσει απάνω σου το βράδυ με τ’ άστρα του τ’ απελπισμένα, μη φοβηθείς απ’ το σκοτάδι
έλα σε μένα,
έλα σε μένα.