ΤΟ ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑ: Στις μάνες του κόσμου
Δε χρειάζεται να προετοιμαστώ για να αρχίσω. Δε χρειάζεται να σκεφτώ για να εκφράσω. Αρκεί μόνο να επικοινωνήσω αυτό που νιώθω. Γιατί αυτό που νιώθω για σένα είναι η βάση της ύπαρξής μου. Από αυτή τη βάση ξεκίνησα να χτίζω και να γκρεμίζω τον εαυτό μου. Αλλά όσα κι αν πρόσθετα ή αφαιρούσα από πάνω μου, το θεμέλιο της ψυχής μου έμενε και μένει πάντα το ίδιο. Σε όλους το ίδιο συμβαίνει, είτε το καταλαβαίνουν, είτε όχι. Βλέπεις, η σχέση με τη μάνα ξεκινά μέσα από την κοιλιά, και σε συνοδεύει μέχρι τη στιγμή που θα κλείσεις για τελευταία φορά τα μάτια σου.
Πολλές φορές μου έχει έρθει στο νου εκείνος ο στίχος του Καββαδία που λέει, «εκτός από τη μάνα σου κανείς δε σε θυμάται». Για χρόνια δεν συνειδητοποιούσα το γιατί μου είχε κάνει τόσο τρομερή εντύπωση. Πρόσφατα μόνο λυτρώθηκα από ένα ακόμη βιωματικό στοχαστικό μυστήριο, –ένα από τα δεκάδες που με ταλανίζουν. Η σκέψη. Η σκέψη είναι που κάνει τη διαφορά και η μάνα πράγματι ξυπνά και κοιμάται με τη σκέψη σου. Σε φωνάζει «παιδί», ακόμα κι όταν έχεις πια φτάσει να μεγαλώνεις δικά σου παιδιά. Και σε σκέφτεται. Σε έχει έγνοια όσο χρονώ κι αν φτάσεις… Όσο χρονώ κι αν φτάσει.
Αυτή η σκέψη είναι μεγάλη παρηγοριά στη ζωή. Κι όπως συμβαίνει με πολλά πράγματα, μόνο όταν χάσεις αυτή τη σκέψη η οποία σ’ ακολουθεί παντού, καταλαβαίνεις τι είχες και τι έχασες. Γιατί τίποτε δε σε προετοιμάζει γι’ αυτήν την απώλεια, που είναι απολύτως φυσιολογική, αλλά και με έναν αδυσώπητο τρόπο, αβάσταχτη. Σα γολγοθάς που πρέπει να ανηφορίσεις, φορτωμένος με το βαρύ φορτίο της απώλειας. Ξαφνικά βρίσκεσαι να περπατάς μόνος. Και τότε είναι η δική σου σειρά να τη θυμηθείς. Να φέρεις τη δική σου σκέψη κοντά της. Ακόμα και να της μιλήσεις σε ένα όνειρο, το οποίο δεν είσαι σίγουρος τι σήμαινε και μάλλον δε θα καταλάβεις και ποτέ.
Ίσως μόνο σε ένα όνειρο να μπορέσεις, να βρεις τις λέξεις να της πεις όλα όσα νιώθεις γι’ αυτήν. Όλα όσα δε μπόρεσες να ξεστομίσεις αρκετά. Γιατί ποτέ δε λες όσα νιώθεις. Μετράς τα λόγια σου σχολαστικά στο ζύγι της σκληρότητας, για το μόνο άνθρωπο με τον οποίο θα έπρεπε να είσαι επιεικής και ελαστικός μέχρι εκεί που δεν πάει. Τέτοια είναι η ειρωνεία της αγάπης, που δοκιμάζει τον αγαπών σε βαθμό κακουργήματος. Αλλά στην πραγματικότητα, η μάνα δε βασανίζεται από τέτοια διλήμματα. Δεν υποφέρει από τύψεις αυτού του είδους, παρότι σε κάθε πατριαρχική κοινωνία, οι τύψεις είναι το καύσιμο του ψυχισμού της. Κι όταν ακόμα καταφέρνουν να τη λαβώσουν τα αιχμηρά λόγια του παιδιού της, αυτή αμέσως συγχωρεί, αυτή αμέσως ξεχνά, αυτή αμέσως προχωρά, γιατί αγαπά.
Σήμερα όμως το γράμμα μου δεν απευθύνεται μόνο σε σένα μάνα. Απευθύνεται σε όλες τις μάνες που υπέμειναν νωχελικά το τίμημα της αγάπης. Σε όλες εκείνες που δε ζήτησαν τίποτα για τον εαυτό τους. Που έδωσαν τα πάντα, ξανά και ξανά, χωρίς να κουραστούν, χωρίς να αμφιβάλλουν, χωρίς να υποκύπτουν στην άρνηση και τις γενικότερες αρνήσεις της ζωής. Σε ευχαριστώ μάνα. Σε ευχαριστώ για όλα. Ξέρω καλά πως στο τέλος τέλος, ό,τι κι αν γράψω θα είναι λίγο, γι’ αυτό σ’ ευχαριστώ. Χρόνια σου πολλά.