ΤΟ ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑ: Ένα μέλλον που δεν ήρθε ποτέ
«Ἡ ποίηση δέν μπορεῖ ν’ ἀλλάξει τόν κόσμο. Αὐτός ἀλλάζει μέ τίς πράξεις. Ἀλλά ἡ ποίηση μπορεῖ ν’ ἀλλάξει τίς συνειδήσεις, κι αὐτές κατευθύνουν τίς πράξεις. Ἔτσι, ὁ ἐπηρεασμός γίνεται ἔμμεσα.
»Εἶναι δύσκολη τέχνη. Γιατί ὅλοι θέλουμε καί νά τήν φέρουμε πιό κοντά στό λαό, ἀλλά καί νά τήν προχωρήσουμε σάν τέχνη παρακάτω. Στό Ἄξιον Ἐστί προσπάθησα ἀκριβῶς νά πετύχω καί τά δυό. Θεματολογικά νά πλησιάσω ὅσο μπορῶ τό λαό μας καί δομικά προσπάθησα νά πετύχω ἕνα αἰσθητικό προχώρημα…»
ΣΥΝ ΤΟΙΣ ΑΛΛΟΙΣ, εκδόσεις Ύψιλον
Ξαναδιαβάζοντας τη συνέντευξη του Οδυσσέα Ελύτη στον Β. Παγκουρέλη η οποία δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Το Βήμα» στις 20 Οκτωβρίου 1979, δύο μέρες μετά την αναγγελία βράβευσης του Ελύτη με το Νόμπελ, σου μένει μία γλυκόπικρη γεύση. Γλυκιά, γιατί σου υπενθυμίζει την πολιτιστική παρακαταθήκη αυτής της χώρας, και συνάμα πικρή, γιατί ακριβώς αυτή η παρακαταθήκη μπήκε γρήγορα στο περιθώριο της δημόσιας ζωής. Δεν κατέστη ποτέ κανόνας και μέτρο των πραγμάτων, ούτε πέρασε ακόμη πιο μαζικά και βαθιά στο dna των επόμενων γενεών. Τελικά, σε ό,τι αφορά τις πλατιές μάζες πάντα, αυτή η Ελλάδα των τεχνών και των γραμμάτων, των ποιητών και των συνθετών, του Ρίτσου, του Σεφέρη, του Ελύτη, του Θεοδωράκη, του Χατζιδάκι, της νεοελληνικής αναγέννησης, αποδείχθηκε μία ιστορική παρένθεση.
Όχι ότι δεν είχε ευεργετικά αποτελέσματα για το ψωμί, την παιδεία και την ελευθερία στην εποχή της αλλά και μετέπειτα, σε μία φθίνουσα έστω πορεία, μέχρι το σημερινό μηδενισμό και τον εξορισμό των φιλοσοφούντων και των καλλιτεχνούντων. Όχι ότι σε αυτό το παρελθόν δεν παραμένει η σπορά κάθε καλής, αγαθής και άξιας δύναμης, περιμένοντας υπομονετικά στο χώμα, μέχρι να ανθίσει. Όχι ότι δεν πέτυχαν ο Ελύτης και φυσικά ο Θεοδωράκης, ο οποίος το είχε θέσει από νωρίς στόχο της ζωής του να φέρει τον λαό σε επαφή με τη βέλτιστη εκδοχή του εαυτού του και με το μακρινό και ξεθωριασμένο αρχαιοελληνικό του κάλλος, να σηκώσουν αυτό το λαό λίγο ψηλότερα. Κέρδισαν αμέτρητες μάχες και κατοχύρωσαν στο όνομα, τόσο του ελληνικού λαού, όσο και της ανθρωπότητας, περιοχές τις οποίες κανένας βάρβαρος δε θα μπορέσει ποτέ να πατήσει.
Αλλά δυστυχώς φάνηκε και φαίνεται ακόμη ότι η δύναμη της σήψης και της παρακμής είναι ακαταμάχητη. Ο πόλεμος σε τούτη τη χώρα χάθηκε και προς το παρόν τουλάχιστον, επικρατούν οι δυνάμεις του μηδενισμού. Δεν μιλάω κομματικά αυτή τη στιγμή, καθώς το πρόβλημα είναι βαθύ και εκτείνεται πέρα από τη εναλλαγή των πολιτικών δυνάμεων στην εξουσία, με την όποια ατζέντα τους και τις όποιες διαφοροποιήσεις τους. Είναι ζήτημα αξιακό. Και γι’ αυτό δεν δικαιούνται να πέφτουν από τα σύννεφα τόσο συχνά οι συμπολίτες μας με το ζόφο και τη φρίκη, την οποία προβάλλουν νυχθημερόν πλέον οι διευθυντές ειδήσεων και κατ’ επέκταση οι μιντιάρχες. Προφανώς είναι μέρος της στρατηγικής της διάχυσης της ευθύνης για να συνηθίσουμε στην ιδέα και να χαθεί ο Μίχος ως πρόσωπο στο σκοτεινό ποτάμι των παιδοβιαστών.
Αυτή όμως η κατάσταση λέει και κάτι άλλο, πολύ ουσιαστικό για την κοινωνία μας. Δείχνει ότι οι συνειδήσεις δεν άλλαξαν και ότι ο ελληνικός λαός πήρε ακριβώς την αντίθετη κατεύθυνση από εκείνη την οποία επιθυμούσαν και επεδίωξαν οι ποιητές μας. Στην πολιτεία μας δεν κυβέρνησαν ούτε μια μέρα οι φιλόσοφοι αλλά οι φαύλοι, οι ημιμαθείς, οι ασύδοτοι, οι καταχραστές, οι ανήθικοι, οι θεομπαίχτες, οι απατεώνες, οι ψεύτες, οι κλέφτες, οι λωποδύτες κλπ. Αυτή η ανηθικότητα, αυτή η ασυδοσία, αυτή η ανισότητα και η αδικία, αυτή η σήψη, αυτή η βρώμα και η δυσωδία, διαχύθηκαν παντού, διαμορφώνοντας τα εξουσιαστικά υποκείμενα του σήμερα στις ποικίλες εκδοχές τους και αναγκαία το παρόν μας, το οποίο διαφεντεύουν. Και είναι αυτό το παρόν μας, γιατί εκείνο το μέλλον δεν ήρθε ποτέ.