ΤΟ ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑ: Από τη Δανία του 1844 ως την Ελλάδα του 2021… ένα κουτί σπίρτα δρόμος
[vc_row][vc_column][vc_single_image image=”154655″ img_size=”full”][vc_column_text]Ποτέ δε μου άρεσε σαν παραμύθι. Για την ακρίβεια, δεν μου άρεσε τη μία και μοναδική φορά που κάθισα σαν παιδί να διαβάσω «Το Κοριτσάκι με τα Σπίρτα», το διάσημο διήγημα του Δανού συγγραφέα, Χανς Κρίστιαν Άντερσεν. Μάλλον είχα σοκαριστεί. Ένα παιδικό μυαλό δεν μπορεί να «χωνέψει» ούτε στο πλαίσιο ενός παραμυθιού ότι ένα άλλο παιδάκι μπορεί να πεθάνει κατάμονο, μέσα στη νύχτα και στη παγωνιά του δρόμου μιας πόλης. Γι’ αυτό εξάλλου όλα σχεδόν τα παραμύθια έχουν «happy end». Γιατί στο τέλος πρέπει να δικαιωθεί η κοκκινοσκουφίτσα, η Χιονάτη, η Σταχτοπούτα κ.ο.κ. Ακριβώς όπως συμβαίνει και στην αρχαία τραγωδία. Η πραγματική τραγωδία είναι η ζωή, και πρέπει να εξορκιστεί με μία κεκαθαρμένη εικόνα λύτρωσης, στην οποία το καλό και το δίκαιο πάντοτε στο τέλος επικρατούν.
Στην ιστορία όμως του Άντερσεν, το μικρό κοριτσάκι πεθαίνει με τρόπο τραγικό. Μάλιστα αν ο αναγνώστης ταυτιστεί σε μικρό ή μεγαλύτερο βαθμό, συγκλονίζεται. Την τραγικότητα της ιστορίας επιτείνει το γεγονός ότι τοποθετείται την παραμονή της πρωτοχρονιάς, την ώρα ακριβώς που στα περισσότερα σπίτια επικρατεί ζέστη, συντροφιά, χαρά και άφθονο φαγητό. Το κοριτσάκι ανάβοντας σπίρτα μέσα στο χιονιά φαντάζεται πως γίνεται μέρος αυτής θαλπωρής. «Πόσο καλό θα μου έκανε ακόμα ένα σπίρτο!». Τα σπίρτα ανάβουν φωτίζοντας πρόσκαιρα το σκοτεινό αδιέξοδο μιας ψυχούλας, που αφού έχει χάσει κάθε ελπίδα γι’ αυτόν τον κόσμο, ασυναίσθητα αναζητά τη διαφυγή απ’ αυτόν. Νιώθει ότι αυτή η πρόωρη έξοδος είναι πια η μοναδική της επιλογή για να λυτρωθεί και να ξαναβρεί τη γιαγιά της, το μόνο άνθρωπο που νοιάστηκε ποτέ για την ίδια.
Από τη Δανία του 1844 στην Ελλάδα του 2021 μεσολαβεί πολύ μεγάλη απόσταση. Υπό μία έννοια, ο κόσμος έχει προχωρήσει πολύ, αλλά τα αδιέξοδα παραμένουν αδυσώπητα πανομοιότυπα. Μεσημέρι μιας παγωμένης μέρας, έξω από ένα σούπερ μάρκετ. Το κρύο, για τα δεδομένα του τόπου είναι πραγματικά τσουχτερό. Αν δεν έχεις σοβαρό λόγο, δεν κάθεσαι έξω. Την ώρα που οι πελάτες του σούπερ μάρκετ μπαίνουν και βγαίνουν φορτωμένοι με κάθε λογής καλούδια, μία μάνα τριών παιδιών φαίνεται να έχει όχι απλά σοβαρό λόγο αλλά κάτι παραπάνω. Αν πουλούσε κάτι, αυτό θα μπορούσε να είναι σπίρτα. Είναι όμως επαίτης ή ζητιάνα, όπως είθισται να λέει ο πολιτισμένος κόσμος. Στέκεται όρθια, είναι καθαρή και ευπρεπής, και απευθύνεται με ευγένεια στους περαστικούς, οι οποίοι την αγνοούν με μία τυπική αδιαφορία.
Υπάρχει όμως και κάτι άλλο. Η γυναίκα αυτή δε ζητά χρήματα αλλά να της αγοράσουν κάτι από το σούπερ μάρκετ, για να μπορέσει να ταΐσει τα παιδιά της. Κάποιος σταματά επιτέλους, κοντοστέκεται, κι αρχίζει να της μιλά. Ύστερα από λίγο μπαίνει μέσα στο κατάστημα. Όταν βγήκε, κρατούσε τρεις τσάντες. Της δίνει τη μία και της εύχεται «Καλά Χριστούγεννα». Δεν χαμογελούσε. Δε φαινόταν ιδιαίτερα ικανοποιημένος με τον εαυτό του, και αν κρίνει κανείς από την εμφάνισή του, δεν πρέπει να ήταν ιδιαίτερα ευκατάστατος. Έμοιαζε περισσότερο με συνταξιούχο, ο οποίος πασχίζει να συγκρατήσει μέρα τη μέρα την αξιοπρέπειά του, δίχως παράλληλα να απωλέσει την ανθρωπιά του.
Λάδι, κουτιά με σάλτσα ντομάτας και κάμποσες συσκευασίες με όσπρια. Αυτά εν ολίγοις. Τα πήρε και πήγε σπίτι της να μαγειρέψει αλλά κανείς δε γνωρίζει «αν ζήσαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα». Γιατί αύριο ίσως να μη βρεθεί κάποιος φιλεύσπλαχνος στο δρόμο της, που μάλλον αισθάνεται μέσα του μεγαλύτερη ντροπή από την ίδια. Γιατί κοντά δύο αιώνες μετά «Το κοριτσάκι με τα σπίρτα», η ανθρωπότητα παραμένει βυθισμένη στις ανισότητες, την αδικία και τον αποκλεισμό. Δυστυχώς από τη Δανία του 1844 ως την Ελλάδα του 2021, όσα σπίρτα κι αν ανάψεις στο αγιάζι, η φτώχεια έχει το ίδιο αποκρουστικό πρόσωπο…[/vc_column_text][/vc_column][/vc_row]