Τα πλεονάσματα, η αξιοπιστία και η προίκα των 37 δις ευρώ
[vc_row][vc_column][vc_single_image image=”93995″ img_size=”full”][vc_column_text]Προεκλογικά έκανε παντιέρα την μείωση των στόχων για τα πρωτογενή πλεονάσματα. Δεσμεύτηκε για την επαναδιαπραγμάτευσή τους, πούλησε την μεταρρυθμιστική αξιοπιστία που θα είχε η κυβέρνησή του για να πετύχει την μείωση του στόχου του 3,5% στο 2,5% και έδειξε ως «εγγυητή» του – σχεδόν κλεισμένου, όπως το παρουσίαζε – deal με τους εταίρους τον σύμμαχό του Μάνφρεντ Βέμπερ, υποψήφιο τότε για την προεδρία της Κομισιόν.
Μετεκλογικά ο Μάνφρεντ Βέμπερ πήγε – όπως αναμενόταν – στα αζήτητα της ιστορίας, και ο Κυριάκος Μητσοτάκης, ως νέος και αξιόπιστος πρωθυπουργός, μετά την συνάντησή του με τον επικεφαλής του ESM Κλάους Ρέγκλινγκ έκοψε «μαχαίρι» κάθε συζήτηση επαναδιαπραγμάτευσης των πλεονασμάτων. Την παρέπεμψε σε ορίζοντα διετίας, εάν και εφόσον βεβαίως έως τότε έχουν πειστεί οι θεσμοί για την μεταρρυθμιστική θέρμη της νέας κυβέρνησης.
Χθες, και κατόπιν των εύλογων ερωτημάτων που θέτει η αντιπολίτευση ως προς την εγκατάλειψη του εμβληματικού του προεκλογικού στόχου, ο Κυριάκος Μητσοτάκης θυμήθηκε ξανά τα πλεονάσματα κατά το πρώτο του επίσημο ταξίδι στο εξωτερικό, την Κύπρο. Και μιλώντας στους δημοσιογράφους επανέλαβε πως θα προχωρήσει – άγνωστο πότε – στην επαναδιαπραγμάτευσή τους και ότι θα θέσει στους εταίρους δύο… ακράδαντα επιχειρήματα για να πετύχει την μείωση του στόχου του 3,5%:
«Είναι η πρώτη φορά που οι διεθνείς αγορές δείχνουν τόσο μεγάλη εμπιστοσύνη σε μια κυβέρνηση», είναι η θέση του πρωθυπουργού. Και σε αυτό το πλαίσιο διερωτάται: «Αφού μας εμπιστεύονται οι αγορές, γιατί να μην μας εμπιστευτούν οι εταίροι μας;», ήταν το πρώτο εκ των δύο επιχειρημάτων, όπως το παρουσίασε ο πρωθυπουργός. Για να ακολουθήσει αμέσως μετά το δεύτερο, σύμφωνα με το οποίο οι εταίροι ήταν αυστηροί με την Ελλάδα όταν καθόριζαν το πλαίσιο των πρωτογενών πλεονασμάτων επειδή «είχαν υπόψιν τους την αναξιοπιστία της προηγούμενης κυβέρνησης, η οποία είχε συμφωνήσει σε ένα Πρόγραμμα, του οποίου, ωστόσο, δεν ανέλαβε ποτέ την ιδιοκτησία».
Εν ολίγοις, όταν και εφόσον, ο Κυριάκος Μητσοτάκης αποφασίσει να ζητήσει από την Άνγκελα Μέρκελ, τον Εμμανουέλ Μακρόν και τον Κλάους Ρέγκλινγκ μείωση των στόχων για τα πλεονάσματα θα τους πει ότι αυτό πρέπει να γίνει αφ’ ενός διότι ο ίδιος έχει «πρόσωπο» στις αγορές και, αφετέρου, διότι πλέον εξέλιπε η αναξιοπιστία της κυβέρνησης Τσίπρα (της ίδιας που του άφησε δημοσιονομική προίκα 37 δις ευρώ).
Ο πρωθυπουργός της χώρας γνωρίζει – ή τουλάχιστον, οφείλει να γνωρίζει – πως κάθε διεκδίκηση απέναντι στους δανειστές προϋποθέτει τεκμηριωμένες, δημοσιονομικά και μακροοικονομικά, προτάσεις, αντιπροτάσεις και εναλλακτικές. Ή άλλως, προϋποθέτει σχέδιο, το οποίο δεν δείχνει να υφίσταται.
Εκτός εάν υφίσταται και, όπως επίμονα υποπτεύονται, στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ παραμένει «κρυφό» για άλλους λόγους – λόγους που συνδέονται με τα συμφέροντα των τραπεζών. Κι εδώ μάλλον «κουμπώνει» και το επίσης επίμονο ερώτημα του Ευκλείδη Τσακαλώτου «γιατί ο πρωθυπουργός απέρριψε το σχέδιο της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ για τη μείωση των στόχων του πρωτογενούς πλεονάσματος για το 2020 χρησιμοποιώντας ένα κομμάτι του «μαξιλαριού» ασφαλείας» των 37 δις ευρώ.
Πρόκειται για το σχέδιο που προέβλεπε μεταφορά 5,5 δις από το «μαξιλάρι» σε ένα ειδικό ταμείο εγγυήσεων για την αποπληρωμή του χρέους, με άνοιγμα ισόποσου δημοσιονομικού χώρου που θα επέτρεπε την μείωση του στόχου για το πλεόνασμα στο 2,5% από τον επόμενο χρόνο.
Σύμφωνα πάντοτε με τον Ευκλείδη Τσακαλώτο, είχε ήδη υπάρξει συζήτηση με τους εταίρους για το σχέδιο αυτό και, παρά τις επιφυλάξεις, είχε ανοίξει θετικό πεδίο για την εφαρμογή του.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης και η ΝΔ όμως δεν έκαναν την παραμικρή συζήτηση επί του σχεδίου αυτού πριν εγκαταλείψουν την προσπάθεια άμεσης μείωσης των πλεονασμάτων. Αντιθέτως, δε, πολλή συζήτηση έγινε από στελέχη της κυβέρνησης επί ενός άλλου σχεδίου – εκείνου της χρήσης μέρους των κεφαλαίων του «μαξιλαριού» υπέρ των τραπεζών και της άρσης του κλοιού των κόκκινων δανείων.
Κι εδώ εστιάζουν οι όλο και πιο έντονες πλέον υποψίες στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη έχει κάνει ήδη το ανομολόγητο deal: Να χρησιμοποιήσει μέρος των 37 δις όχι για να μειώσει τα πλεονάσματα όπως προέβλεπε το σχέδιο Τσίπρα – Τσακαλώτου αλλά για να στηρίξει τις τράπεζες όπως προβλέπει το σχέδιο Ρέγκλινγκ – Στουρνάρα.[/vc_column_text][/vc_column][/vc_row]