Τα μπλουζ του μοναχικού λύκου
Αν κουραστείς απ’ τους ανθρώπους
κι είν’ όλα γύρω γκρεμισμένα,
μην πας ταξίδι σ’ άλλους τόπους
έλα σε μένα, έλα σε μένα.
Νίκος Γκάτσος
Βγήκε δειλά δειλά, λίγο μετά το σούρουπο. Σα να έκρυβε όλη τη συστολή του κόσμου. Γιατί όμως τάχα να ντρέπεται, έχοντας πάρει και το χρώμα μιας αλλόκοτης πορφύρας, με ασημένιες και χλωμόξανθες ανταύγειες; Μήπως αυτή δεν είναι η κυρά της νύχτας; Η δεσποσύνη τ’ ουρανού; Μήπως αυτή δε μαγνητίζει με την όψη της και με τα ηλιοφώτιστα κεντήματά της ανθρώπους και θεριά, ακόμα και τη θάλασσα; Πανσέληνος του λύκου. Η πρώτη του έτους. Την ονόμασαν έτσι επειδή οι λύκοι ούρλιαζαν προς το φεγγάρι αυτή την εποχή του χρόνου. Που να ήξεραν τότε, ότι οι λύκοι ούρλιαζαν περισσότερο αυτή την περίοδο λόγω πείνας, αφού το ψύχος ήταν δριμύ, η τροφή λιγοστή και το τοπίο ντυμένο συχνά στα λευκά.
Έτσι ήταν κάποτε και ήταν φυσιολογικό. Και η φύση έδειχνε την άγρια, όσο και επικίνδυνη ομορφιά της. Σήμερα όμως οι λύκοι δεν ουρλιάζουν. Το ψύχος δεν είναι δριμύ, ούτε το τοπίο λευκό. Στ’ αλήθεια, η μόνη ψύχρα που μπορούσε να νιώσει κανείς, είναι η μοναξιά, την ώρα του μοναχικού τσιγάρου…