FOLLOW US: facebook twitter

Τα άδικα προνόμια των τραπεζών βαθαίνουν το χάσμα μεταξύ Κοινωνίας και Πολιτικής

Ημερομηνία: 07-11-2022 | Συντάκτης:

Tου Κώστα Τζαβάρα

Η πολύκροτη «υπόθεση Πάτση» πρωτίστως επαναφέρει στο προσκήνιο της πολιτικής ζωής το μνημειώδες ερώτημα του MaxWeber «τι είδους άνθρωπος θα πρέπει να είναι κανείς για να επιτρέπεται να βάζει το χέρι του στις ακτίνες του τροχού της Ιστορίας» (ομιλία του στο Μόναχο, 1919, «Η πολιτική ως κλήση και ως επάγγελμα»). Σε αυτό το ερώτημα καλούνται να απαντήσουν επειγόντως τα πολιτικά κόμματα, φιλτράροντας με κριτήρια προσωπικής επάρκειας και κοινωνικής καταξίωσης τις υποψηφιότητες όσων φιλοδοξούν να εισέλθουν στον πολιτικό στίβο.

Κατά δεύτερο λόγο όμως, ο ορυμαγδός που προκλήθηκε από την υπόθεση αυτή έσπασε τη διαχρονική σιωπή του πολιτικού κόσμου απέναντι σε εκείνες τις πλευρές της λειτουργίας του ελληνικού τραπεζικού συστήματος, που ήκιστα συμβιβάζονται με την οικονομική και κοινωνική αποστολή των πιστωτικών ιδρυμάτων.

Ως γνωστών οι Τράπεζες, λειτουργώντας ως επιχειρήσεις που δέχονται καταθέσεις από το κοινό και παρέχουν πιστώσεις (άρθρο 2 ν. 3601/2007), κατευθύνουν σχολάζοντα κεφάλαια στη χρηματοδότηση ζωτικών αναγκών της εθνικής οικονομίας. Αιτία και σκοπός της ύπαρξής τους είναι η εξυπηρέτηση των γενικότερων οικονομικών αναγκών μιας κοινωνίας (Ψυχομάνης Σπ., Τράπεζες και Οικονομική Κρίση, ΝοΒ (62), 850).

Παρά ταύτα, κατά τη διάρκεια των τελευταίων κρίσιμων δεκαετιών οι λεγόμενες ελληνικές συστημικές τράπεζες δεν ανταποκρίθηκαν, όπως όφειλαν, σε αυτή την αποστολή και βαρύνονται με μια σειρά αντιοικονομικές και αντιπαραγωγικές δραστηριότητες, που σκοπό είχαν μια αχαλίνωτη κερδοσκοπία εις βάρος του κοινωνικού συνόλου.

Ειδικότερα, την περίοδο προ της οικονομικής κρίσης οι συστημικές ελληνικές τράπεζες: α) επιδόθηκαν σε μια αλόγιστη πιστωτική επέκταση χορηγώντας αφειδώς είτε καταναλωτικά δάνεια και πιστωτικές κάρτες, χωρίς επαρκείς εξασφαλίσεις, είτε στεγαστικά δάνεια με ανεπίτρεπτη σε κάποιες περιπτώσεις για πιστωτικά ιδρύματα κερδοσκοπική βουλιμία (βλ. περίπτωση δανείων με ρήτρα ελβετικού φράγκου), β) συμμετείχαν στο κοινωνικό έγκλημα της «φούσκας» του Χρηματιστηρίου κερδοσκοπώντας ασύστολα μέσω των αλλεπαλλήλων αυξήσεων του μετοχικού τους κεφαλαίου με έκδοση νέων μετοχών, τις οποίες διένειμαν με συνεχώς υψηλότερες τιμές σε ανύποπτους και αφελείς επενδυτές, γ) ταυτόχρονα τα στελέχη τους συσσώρευαν υπερβολικά κέρδη, εισπράττοντας πλουσιοπάροχες αμοιβές και «bonus»για παροχή επενδυτικών υπηρεσιών που ήσαν κατά κανόνα αντίθετες προς το δημόσιο συμφέρον (προώθηση πώλησης αμοιβαίων κεφαλαίων, κινητών αξιών και κάθε λογής επενδυτικών και ασφαλιστικών προϊόντων), δ) διέθεταν πολύτιμα για την οικονομική ανάπτυξη της χώρας τραπεζικά κεφάλαια και καταθέσεις του κοινού για τη χρηματοδότηση δήθεν «μεγαλοε̟πιχειρηματιών» (για όλα τα ανωτέρω βλ. σχετ. Ψυχομάνης Σπ, ο.π.).

Όλα αυτά συνέβαιναν και δυστυχώς εξακολουθούν να συμβαίνουν κάτω από απαράδεκτες συνθήκες έλλειψης υγιούς ελεύθερου ανταγωνισμού, με τη βοήθεια της ανεξέλεγκτης λειτουργίας αμφιβόλου νομιμότητας μηχανισμών (βλ. λειτουργία του συστήματος ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ, δραστηριότητες Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών, εισπρακτικών εταιρειών κλπ).

Είναι αυτονόητο ότι όλες αυτές οι αυθαίρετες, αντικοινωνικές, παράνομες και υπαίτιες δραστηριότητες του ελληνικού τραπεζικού συστήματος συνέβαλανστην επέλευση της οικονομικής κρίσης (στο βαθμό και στην έκταση που τους αναλογεί).

Παρ’ όλα αυτά οι Τράπεζες δεν αντιμετωπίστηκαν ως ένας από τους παράγοντες που οδήγησαν στην κρίση, αλλά τουναντίον ως θύματα της κρίσης αυτής. Το χειρότερο όμως είναι ότι μέσω μιας σειράς νομοθετικών μέτρων (προνομίων) το τραπεζικό σύστημα αντιμετωπίζεται ως εργαλείο για την αντιμετώπιση και την υπέρβαση αυτής της κρίσης.

Από την άποψη αυτή, χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της ρύθμισης του ζητήματος των λεγόμενων «κόκκινων δανείων». Ειδικότερα, για την ανάγκη αποσυμφορήσεως και απαλλαγής των ελληνικών συστημικών τραπεζών από τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια πελατών τους, που υπήρξε πιεστική, νομοθετήθηκε με το ν. 4354/2015 (άρθρα 1-3) μία νέα διαδικασία μεταβιβάσεως, αποκτήσεως και διαχειρίσεως μη εξυπηρετούμενων και αργότερα και εξυπηρετούμενων τραπεζικών δανείων και πιστώσεων.

Πλην όμως, κατ’ εφαρμογή αυτής της ρύθμισης, τα τελευταία 7 χρόνια οι τράπεζες επιδιώκουν να απαλλαγούν από το βάρος των «κόκκινων δανείων» με μεθόδους που δεν αντιμετωπίζουν ευθέως και με κοινωνικά κριτήρια το τεράστιο αυτό πρόβλημα, αλλά με όρους «δημιουργικής λογιστικής». Αποτέλεσμα των χειρισμών αυτών είναι η συνεχής αύξηση του ιδιωτικού χρέους και κατ’ επέκταση η δημιουργία εκρηκτικών κοινωνικών καταστάσεων.

Συγκεκριμένα, εκδηλώνεται μια αχαλίνωτη κερδοσκοπία με τη μεταβίβαση «κόκκινων» δανείων στα funds έναντι τιμήματος που κυμαίνεται μεταξύ 5-10% της ονομαστικής τους αξίας, τα οποία στη συνέχεια επιδιώκουν την είσπραξη του 100% της αξίας των δανείων, καθώς και των μέχρι το χρόνο της πληρωμής δεδουλευμένων τόκων (χαρακτηριστική περίπτωση του κ. Α. Πάτση που με τίμημα 4 εκατομμυρίων αγόρασε δάνεια αξίας 63 εκατομμυρίων). Η πρωτοφανής αυτή αισχροκέρδεια, που αγγίζει το 90-95% της τιμής κτήσης, δικαιολογείται με μια πρωτοφανούς νομικού κυνισμού άποψη ότι μια τόσο απάνθρωπη συναλλακτική συμπεριφορά πρέπει να γίνεται αποδεκτή επειδή δεν χειροτερεύει η ουσιαστική και δικονομική θέση του οφειλέτη και του εγγυητή και δεν περιάγονται σε δυσχερέστερη θέση οι δανειολήπτες, ώστε να χρήζουν προστασίας με βάση τον ν. 2251/1994 για την προστασία του καταναλωτή.

Επίσης είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι έχει συγκεντρωθεί το 80% των μη εξυπηρετούμενων δανείων σε μόλις τρία funds, από τα συνολικά 23 αδειοδοτημένα, τη «σουηδική» Intrum (28 δισ.€), την «ιταλική» dovalue (36 δισ. €) και την Cepal (30 δισ.€). Μάλιστα διαχέονται υπόνοιες για αφανή εταιρική σχέση μεταξύ των funds και των τραπεζών, πλην όμως, καμία κρατική αρχή δεν έχει πάρει μέχρι σήμερα την πρωτοβουλία να πραγματοποιήσει σχετική έρευνα. 

Διερωτάται όμως κανείς, από τη στιγμή που τα δάνεια δεν πωλούνται στο τίμημα της αξίας τους, γιατί ο δανειολήπτης πρέπει να τα αποπληρώσει στο 100% της ονομαστικής τους αξίας; Πώς συμβαίνει αυτό να μην επιδεινώνει τη θέση του, εφόσον δημιουργείται ένα παράλληλο σύστημα κερδοσκοπίας και καταπίεσης στην εξόφληση των ληξιπρόθεσμων οφειλών;

Κάτω από τέτοιες συνθήκες χειροτερεύει ακόμα και το επίπεδο του πολιτισμού των συναλλαγών στο οποίο πρέπει να πρυτανεύει ο σεβασμός της ανθρώπινης αξιοπρέπειας καθώς και η τήρηση θεμελιωδών ηθικών και δικαιικών αρχών (αρχή της καλή πίστης, της εύνοιας προς τον οφειλέτη, αρχή αναλογικότητας, ΑΚ 281, 288 και 25 του Συντάγματος).

Σε κάθε περίπτωση, όλη αυτή η διαδικασία αποτελεί εκδήλωση της αβάσταχτης αθλιότητας που σταδιακά  έχει επικρατήσει με τις πρωτόγονες πρακτικές που υιοθετούν και εφαρμόζουν τα funds, δίχως να δέχονται έλεγχο είτε από την Επιτροπή Ανταγωνισμού, είτε από την Αρχή Διαφάνειας, είτε από τις Εισαγγελικές Αρχές, είτε από την ΤτΕ.

Η πρακτική αυτή όχι μόνο δεν έχει αποδώσει καρπούς, αλλά έχει επισωρεύσει προβλήματα στην οικονομία και την κοινωνία προς όφελος της επιβίωσης ενός αναχρονιστικού, ανορθολογικού και σαθρού τραπεζικού συστήματος, το οποίο ως γνωστόν έχει ανακεφαλαιοποιηθεί τρεις φορές μέχρι σήμερα με τα χρήματα των φορολογουμένων πολιτών, που θα έπρεπε να έχουν κατά το Σύνταγμα διατεθεί για την ενίσχυση και τη βελτίωση των κρατικών παροχών της Παιδείας, της Υγείας, της Πρόνοιας, της Εθνικής Άμυνας και της Ασφάλειας.

Εκτός από την περίπτωση των «κόκκινων» δανείων, δυσανάλογα είναι και τα προνόμια που έχουν παραχωρηθεί από τη νομοθετική εξουσία στο τραπεζικό σύστημα και σε μια σειρά άλλους τομείς, με χαρακτηριστικότερη εκείνη της δίωξης των τραπεζικών εγκλημάτων. Ειδικότερα, η ποινική δίωξη της κακουργηματικής απιστίας που στρέφεται αμέσως κατά τραπεζικών και χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων ασκείται μόνο ύστερα από έγκληση του διοικητικού συμβουλίου των τραπεζών. Η διάταξη αυτή παραβιάζει την αρχή της ισότητας, αφού πλέον δεν συντρέχει κανένας αποχρών λόγος μιας τέτοιας διαφορετικής μεταχείρισης των τραπεζιτών, όταν μάλιστα η απιστία αυτή αφορά περιουσία που έχει ταχθεί για την εξυπηρέτηση σκοπών που προάγουν το δημόσιο συμφέρον. Η ρύθμιση αυτή οδηγεί στο απαράδεκτο φαινόμενο να θεωρούνται νόμιμα τα έσοδα που προκύπτουν από δραστηριότητα που θα ήταν εγκληματική αν είχε διαπραχθεί σε όλες τις άλλες περιπτώσεις. Με άλλα λόγια, όποιος διαπράττει απιστία εναντίον μιας τράπεζας και δεν ασκηθεί εμπρόθεσμα έγκληση εναντίον του, ο πλούτος που αποκομίζει από τη δράση του αυτή είναι καθαρός και νόμιμος και δεν αποτελεί προϊόν εγκληματικής δραστηριότητας.

Ενόψει όλων αυτών των δεδομένων απαιτείται επανεξέταση όλων των προνομίων που απολαμβάνουν οι τράπεζες, που είναι δυσανάλογα με την κοινωνική ωφέλεια που προσφέρουν οι επιχειρήσεις αυτές στο κοινωνικό σύνολο. Ας ληφθεί τουλάχιστον υπόψη ότι με τα σημερινά στατιστικά δεδομένα επί συνόλου 130.000 μικρομεσαίων επιχειρήσεων μόνο 49.000 έχουν πρόσβαση σε τραπεζική χρηματοδότηση.

Αντί άλλου επιλόγου αξίζει να αναφερθούν τα λόγια του καθηγητή της Νομικής Σχολής του ΑΠΘ, Σπ. Ψυχομάνη: «Οι τρά̟πεζες, τα στελέχη τους και οι μέτοχοί τους, α̟πό κακές, καιροσκο̟πικές, και βεβαίως ανεξέλεγκτες – α̟πό το εκ ρινός συρόμενο ̟πολιτικό μας σύστημα – επιλογές, υ̟ποδαύλισαν, αν δεν ̟προκάλεσαν, την οικονομική κρίση, ̟που ταλανίζει τα τελευταία χρόνια τη χώρα μας και τους ̟πολίτες της. Για το λόγο αυτό, τόσο το κόστος της εξυγίανσης κάθε ̟πάσχουσας σήμερα τρά̟πεζας, όσο και ένα μεγάλο μερίδιο του οικονομικού βάρους αντιμετώπισης της κρίσης, θα έ̟πρε̟πε, ̟πρωτίστως και κυρίως, να φέρεται α̟πό το ίδιο το με αθέμιτο, υπαίτιο και αιτιωδώς ζημιογόνο τρόπο λειτούργησαν στο παρελθόν τραπεζικό μας σύστημα και από τους ίδιους τους δαψιλώς αποκομίσαντες αμαρτωλά κέρδη, μετόχους ή συνεταίρους και διαχειριστές του. Το εν γένει δε ελληνικό δίκαιο της τραπεζικής δράσης και εποπτείας και της εξυγίανσης των τραπεζών αποδεικνύεται ελλειπτικό, άστοχο και σκανδαλώδες, στο μέτρο που αναπόφευκτα δημιουργεί υπόνοιες διαπλοκής».

*Το άρθρο δημοσιεύτηκε στις 7.11.2022 στο ieidiseis.gr


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Καιρός Πύργος