Διονύσης Σιμόπουλος: Ο Εορτασμός των Χριστουγέννων
[vc_row][vc_column][vc_single_image image=”102963″ img_size=”full”][vc_column_text]
*Του Διονύση Σιμόπουλου
[/vc_column_text][vc_column_text]Παρόλο που σήμερα γιορτάζουμε τα Χριστούγεννα στις 25 Δεκεμβρίου δεν πρέπει να είναι αυτή η σωστή ημερομηνία. Σήμερα γνωρίζουμε ότι η 25η Δεκεμβρίου ήταν ημέρα εορτασμού πολλών και διαφόρων εθνικών ή ειδωλολατρικών θρησκειών, γιατί έχει μία σπουδαία αστρονομική σημασία. Στην εποχή μας δηλαδή ο ήλιος βρίσκεται στο νοτιότερο ύψος του στις 21-22 Δεκεμβρίου. Επί έξι μήνες, κάθε μέρα χαμηλώνει όλο και περισσότερο στον ουρανό ανατέλλοντας όλο και πιό αργότερα και δύοντας καθημερινά ενωρίτερα. Μετά τις 22 Δεκεμβρίου όμως, ο Ήλιος αρχίζει σιγά-σιγά να αναρριχάται και πάλι στον ουρανό, και οι μέρες αρχίζουν να μεγαλώνουν. Ετσι, τα μεσημέρια ο ήλιος φαίνεται όλο και πιό ψηλότερα στον ουρανό. Ονομάζουμε την 22α Δεκεμβρίου ημέρα της “χειμερινής τροπής του Ήλιου”, οπότε ο ήλιος σταματάει την προς Νότο κίνησή του και τρέπεται στην αντίθετη φορά, προς Βορρά.
Γι’ αυτό τον λόγο η 25η Δεκεμβρίου ήταν για τη Ρώμη η κεντρική εορτή της γέννησης του «αηττήτου ηλίου», η γνωστή σαν DiesNatalisInvictiSolis. Παράλληλα οι αρχαίοι Έλληνες γιόρταζαν τα Κρόνια, και τα Διονύσια, καθώς επίσης και τα Θεοφάνια ή επιφάνεια του ηλιακού θεού Φοίβου-Απόλλωνα. Οι γιορτές αυτές έπαιρναν πανηγυρικό χαρακτήρα και είχαν κατακτήσει ολόκληρο τον Ελληνορωμαϊκό κόσμο. Άρχιζαν με τα Βρουμάλια από τις 24 Νοεμβρίου έως τις 17 Δεκεμβρίου, και ακολουθούσαν τα Σατουρνάλια από τις 18 έως τις 24 Δεκεμβρίου. Κατά την κεντρική ημέρα της γιορτής του «αηττήτου ηλίου» στις 25 Δεκεμβρίου, εορταζόταν το γεγονός της τροπής του ηλίου, που άρχιζε και πάλι να ανεβαίνει στον ουρανό, να μεγαλώνουν οι ημέρες, και μαζί τους οι ζωογόνες ακτίνες του ήλιου ξανάκαναν τη Γή να καρποφορήσει. Την 1 Ιανουαρίου γιορτάζονταν οι Καλένδες, στις 3 τα Βότα, στις 4 τα Λορεντάλια και στις 7 Ιανουαρίου τελείωνε η περίοδος αυτή των εορτών.
Επειδή λοιπόν οι πρώτοι χριστιανοί ήσαν εκτός νόμου στη Ρώμη, και δεν τους επιτρεπόταν να συναντιούνται ή να εκκλησιάζονται μαζί οι συναντήσεις τους γίνονταν κρυφά και σε μικρές ομάδες στις κατακόμβες τους, όπου και τελούσαν τις θρησκευτικές τους εορτές. Οι διωγμοί ήσαν τρομεροί, όπως αναφέρει άλλωστε και οι Τάκιτος: «Ο Νέρων υπέβαλε εις εκτάκτους τιμωρίας εκείνους, ούς διά τας αισχρουργίαςμισουμένους, ο λαός εκάλει Χριστιανούς… Και κατέστησαν υποκείμενον παιδιάς οι μελλοθάνατοι, οίτινες διά δερμάτων θηρίων κεκαλυμμένοι εισπράχθησαν υπό των κυνών ή εσταυρώθησαν ή εκάησανχρησιμεύσαντες ως νυκτερινόνφώς».
Οι πρώτοι λοιπόν Χριστιανοί, για να αποφύγουν τους διωγμούς, απoφάσισαν να γιορτάζουν τα Χριστούγεννα στις 25 Δεκεμβρίου, όταν οι Ρωμαίοι ήσαν απασχολημένοι με τις δικές τους γιορτές των Σατουρναλίων. Μ’αυτόν τον τρόπο ήλπιζαν να μην ανακαλυφτούν από τους εορτάζοντες Ρωμαίους. Οι διάφορες πρωτοχριστιανικές εκκλησίες γιόρταζαν τα Χριστούγεννα και σε διαφορετικές άλλες ημερομηνίες, μερικές μάλιστα δεν τα γιόρταζαν καθόλου. Ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς, τον 2ο μ.Χ. αιώνα, είναι ο πρώτος που αναφέρει την εορτή των Χριστουγέννων. Στη μνεία που κάνει μας πληροφορεί ότι μερικοί εόρταζαν τα Χριστούγεννα στις 20 Μαΐου, άλλοι στις 19 ή 20 Απριλίου. Ενώ ο ίδιος ο Κλήμης γιόρταζε τα Χριστούγεννα στις 17 Νοεμβρίου. Εκτός από αυτές τις ημερομηνίες, άλλες μαρτυρίες μας πληροφορούν ότι ο εορτασμός των Χριστουγέννων ετελείτο επίσης και στις 25 Μαρτίου και στις 29 Σεπτεμβρίου. Σε τι στοιχεία όμως βάσιζαν τον εορτασμό στις ημερομηνίες αυτές είναι σήμερα πιά άγνωστο.
Οι περισσότερες όμως πρωτοχριστιανικές εκκλησίες συνεόρταζαν τα Χριστούγεννα, «υπό την καθολικωτέρανεπίκλησιν Επιφάνεια», στις 6 Ιανουαρίου μαζί με την επίσης μεγάλη Δεσποτική γιορτή του Βαπτίσματος. Κατά την άποψη των Πατέρων της Εκκλησίας, ο εορτασμός στην ημερομηνία αυτή στηριζόταν στην περικοπή του Ευαγγελιστή Λουκά, που αναφέρει ότι κατά τη Βάπτιση «αυτός ήν ο Ιησούς ωσεί ετών τριάκοντα αρχόμενος» (γ’23) από την οποίαν συνάγεται ότι ο Ιησούς βαπτίστηκε την ημέρα των γενεθλίων του.
Η 25η Δεκεμβρίου σαν ημέρα εορτασμού των Χριστουγέννων καθορίστηκε αργότερα, όταν ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων Κύριλλος (350-386) έγραψε στον Πάπα της Ρώμης Ιούλιο (337-352), παρακαλώντας τον να ψάξει στα σωζόμενα στη Ρώμη Ιουδαϊκά αρχεία με την ελπίδα να βρει και να καθορίσει ακριβώς την ημερομηνία της Γέννησης. Κατά την παράδοση αυτή του 8ου αιώνα ο Πάπας Ιούλιος “συναγαγών πάντα τα συγγράμματα και αχθέντα εις Ρώμηνεύρε σύγγραμμά τι Ιωσήπου του Χρονογράφου, συγγραφέν παρ’ αυτού… ότι τη 9η του Σπέτ, Δεκεμβρίου 25, εγένετο η γέννησις του Χριστού…και ούτως κατέθετο ο Ιούλιος ο Ρώμης πατριάρχης”.
Άλλη εκδοχή για τον καθορισμό της 25 Δεκεμβρίου ως ημέρα γέννησης του Χριστού αναφέρει ότι χρησιμοποιήθηκε ο χρόνος της ιερατείας του Ζαχαρία, που ήταν πατέρας του Ιωάννη του Βαπτιστή. Κατά την εκδοχή αυτή η ιερατεία του Ζαχαρία συνέπεσε τον μήνα Σεπτέμβριον, οπότε και η «σύλληψις του Προδρόμου τη 25 Σεπτεμβρίου, ήν πανηγυρίζει η εκκλησία ως απαρχήν των εφεξής τελεσθέντων μεγάλων μυστηρίων της απολυτρώσεως ημών», η δε γέννηση του στις 25 Ιουνίου, αμέσως δηλαδή μετά την καλοκαιρινή τροπή του ηλίου οπότε οι ημέρες αρχίζουν να μικραίνουν. Με βάση λοιπόν αυτή την γέννηση, και με το λεγόμενο από τον Ιωάννη για τον Ιησού Χριστό «εκείνον δείαυξάνειν, εμέ δε ελλατούσθαι» (Ιων.γ’30) καθορίστηκε η γέννηση του Χριστού στις 25 Δεκεμβρίου, αμέσως δηλαδή μετά την χειμερινή τροπή του ηλίου οπότε οι ημέρες αρχίζουν να μεγαλώνουν.
Είναι πάντως γεγονός ότι η 25η Δεκεμβρίου καθιερώθηκε σαν ημέρα εορτασμού των Χριστουγέννων, για πρώτη φορά στη Ρώμη κατά τα μέσα περίπου του 4ου μ.Χ. αιώνα, ενώ κατά τη διάρκεια της αυτοκρατορίας του Ιουστινιανού, τον 6ο αιώνα, ο εορτασμός των Χριστουγέννων στις 25 Δεκεμβρίου ξαπλώθηκε σ’ ολόκληρη την Ανατολή εκτός από την Αρμενία όπου διατηρήθηκε ο συνεορτασμός στις 6 Ιανουαρίου.
*Ο Διονύσης Σιμόπουλος είναι επίτιμος διευθυντής Ευγενιδείου Πλανηταρίου και κατάγεται από την Ηλεία[/vc_column_text][/vc_column][/vc_row]