Προϋπολογισμός 2020: Τι μας δίνει τι μας παίρνει
Ο προϋπολογισμός του 2020, ο οποίος ψηφίστηκε χθες τα μεσάνυχτα, καταφέρνει να συνδυάσει αθροιστικά τις περισσότερες παθογένειες που χαρακτηρίζουν διαχρονικά τους προϋπολογισμούς του ελληνικού κράτους, με συνέπεια να θεωρείται, προτού καν αρχίσει σε δεκαέξι ημέρες η εκτέλεσή του, αναξιόπιστος. Η αναξιοπιστία αυτή προκύπτει από σειρά ασυνεπειών, αστοχιών, αλλά και αυθαίρετων προβλέψεων. Ανάμεσα σ’ αυτές κυριαρχούν οι εξής:
Πρώτον, η ελάφρυνση της μεσαίας τάξης. Όπως έγινε κατανοητό στη συντριπτική πλειονότητα των Ελλήνων πολιτών ήδη από τη δημοσιοποίηση του προσχεδίου του προϋπολογισμού και ακόμη περισσότερο με εκείνη του τελικού σχεδίου, η υπόσχεση ελάφρυνσης των μεσαίων στρωμάτων αποδείχθηκε προεκλογική φούσκα υφαρπαγής της ψήφου.
Δεύτερον, τα κίνητρα διεύρυνσης της φορολογικής βάσης. Η αύξηση του ποσοστιαίου ορίου κάλυψης του εισοδήματος με χρήση άυλου χρήματος από 10% σε 30%, πέραν του ότι ενδέχεται να προκαλέσει προβλήματα σε μερίδα φορολογουμένων, αξιολογείται ως χαμηλής αποτελεσματικότητας σε σχέση με τον επιδιωκόμενο στόχο. Χαρακτηριστική είναι εν προκειμένω η εκτίμηση του συντονιστή του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή Φραγκίσκου Κουτεντάκη στην εκδήλωση για την ειδική μελέτη της επιστημονικής επιτροπής του Οικονομικού Επιμελητηρίου Ελλάδος: “Η αποτελεσματικότητα των κινήτρων για ηλεκτρονικές συναλλαγές δεν είναι σίγουρη”. Αυτή είναι άλλωστε και η πεποίθηση σχεδόν όλων των επαϊόντων περί τη φορολογία οι οποίοι θεωρούν ότι απαιτούνται πιο “γενναία” μέτρα.
Τρίτον, η εμπέδωση του αισθήματος ανταποδοτικότητας των φόρων. Το αίσθημα αυτό πλήττεται καθημερινά από την κυβέρνηση Μητσοτάκη τόσο στα λεγόμενα “μικρά” όσο και στα μεγάλα. Από την πλήρη αδιαφορία στα κριτήρια μιας γενικώς αποδεκτής αξιοκρατίας στη στελέχωση του κράτους, όπως λ.χ. με διορισμούς πορτιέρηδων σε περιφερειακά ιδρύματα μέχρι την απροκάλυπτη ταξική μεροληψία υπέρ των ισχυρών.
Με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα το γεγονός ότι οι μεγάλοι κερδισμένοι του νέου φορολογικού νόμου είναι οι μεγάλες κερδοφόρες επιχειρήσεις και τα ατομικά εισοδήματα πάνω από 100.000 ευρώ ετησίως (μείωση φόρου επιχειρήσεων και μερισμάτων, ανώτατου συντελεστή φορολογίας εισοδήματος φυσικών προσώπων, φορολογίας εταιρειών που επενδύουν σε ακίνητη περιουσία, φορολογίας εταιρειών επενδύσεων χαρτοφυλακίου, φορολογίας αμοιβαίων κεφαλαίων ακινήτων, φορολογίας προσώπων με πάρα πολύ υψηλό εισόδημα που γίνονται φορολογικοί κάτοικοι Ελλάδας, φορολογίας σε κατόχους εταιρικών ομολόγων κ.λπ.).
Τέταρτον, η ανακούφιση των ευάλωτων ομάδων. Τα 3,7 εκατομμύρια δικαιούχων του κοινωνικού μερίσματος περιορίζονται από τη σημερινή κυβέρνηση σε 953.000, με το ποσό που τους αντιστοιχεί να συρρικνώνεται από τα 780 εκατομμύρια ευρώ στα 175 εκατομμύρια ευρώ.
Πέμπτον, η υπεραισιοδοξία των προβλέψεων αναφορικά με τα βασικά μεγέθη και δείκτες. Όπως για παράδειγμα ο τριπλασιασμός της ταχύτητας αύξησης το 2020 της ιδιωτικής κατανάλωσης από +0,6% φέτος στο +1,8%, παρότι τα ελληνικά νοικοκυριά θα επιβαρυνθούν με επιπλέον 323 εκατ. ευρώ φόρο εισοδήματος και επιπλέον 84 εκατ. ευρώ φόρους ακίνητης περιουσίας. Ή ακόμη η πρόβλεψη μεγέθυνσης του ΑΕΠ στα 197,32 δισ. ευρώ το 2020, από 190 δισ. ευρώ φέτος, εξέλιξη που μεταφράζεται σε ρυθμό ανάπτυξης 2,8%. Το ποσοστό αυτό είναι ασύμβατο με τις κατά πολύ μετριοπαθέστερες προβλέψεις όλων των μεγάλων διεθνών οργανισμών, ενώ στηρίζεται σε εξαιρετικά αμφίβολη συνεισφορά σχεδόν όλων των βασικών συνιστωσών στον βαθμό που ευελπιστεί η κυβέρνηση με την εισηγητική έκθεση του προϋπολογισμού.
Στο ίδιο υπεραισιόδοξο μήκος κύματος κινούνται και οι προβλέψεις για έκρηξη επενδύσεων αυξημένες σε διψήφιο ποσοστό (13,4%).