Πολλά τα λεφτά, αλλά πού πάνε;
[vc_row][vc_column][vc_single_image image=”113602″ img_size=”full”][vc_column_text]Αυτάρεσκη παρουσίαση της πρότασης για την αξιοποίηση των 32 δισ. ευρώ από το ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης ● Σχεδόν ως δική του επινόηση παρουσίασε ο πρωθυπουργός τον κοινό ευρωπαϊκό δανεισμό ● Δεν προκύπτει αλλαγή παραγωγικού μοντέλου, όλη η κυβερνητική έγνοια στην ενίσχυση του ιδιωτικού τομέα.
Στο Ταμείο Ανάκαμψης στρέφει τους προβολείς η κυβέρνηση, η οποία ψάχνει να βρει τρόπους για να αμβλύνει τη φθορά που προκαλούν στην εικόνα της οι χειρισμοί της στο μέτωπο της πανδημίας. Χθες ο πρωθυπουργός (μαζί με τους αρμόδιους συνεργάτες του) παρουσίασε το κυβερνητικό σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας που η κυβέρνηση βάφτισε «Ελλάδα 2.0» και το έκανε με περίσσια δόση αυτοαναφορικότητας, σε μια προσπάθεια να οικειοποιηθεί τη δημιουργία του ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης.
Για την ακρίβεια σχεδόν μας είπε ότι το επινόησε, κάνοντας αναφορά στην επιστολή που είχαν στείλει 9 Ευρωπαίοι ηγέτες, ανάμεσα στους οποίους και ο ίδιος, προς τον πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Σαρλ Μισέλ τον Μάρτιο του 2020 και λέγοντας ότι τότε «ξεκίνησαν όλα» και ότι «με μια τολμηρή επιστολή μαζί με 8 άλλους Ευρωπαίους ηγέτες, θέσαμε για πρώτη φορά το ζήτημα του κοινού ευρωπαϊκού δανεισμού, για να αντιμετωπίσουμε τις οικονομικές συνέπειες της πανδημίας και για να οικοδομηθεί η επόμενη μέρα». Φυσικά η συζήτηση για τα ευρωομόλογα προϋπήρχε ήδη από την εποχή της διεθνούς χρηματοπιστωτικής κρίσης.
Υψηλές προσδοκίες
Ο Κυρ. Μητσοτάκης περιέγραψε το σχέδιο -το οποίο η κυβέρνηση θα πρέπει να υποβάλει στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή πριν από τη λήξη της προθεσμίας στο τέλος Απριλίου, προκειμένου να προχωρήσουν οι εκταμιεύσεις- εναποθέτοντας σε αυτό πολύ υψηλές προσδοκίες για την ανάπτυξη που θα φέρει εφόσον έρθουν τα ευρωπαϊκά κονδύλια και όταν τα 170 έργα, επενδύσεις και μεταρρυθμίσεις που περιλαμβάνονται υλοποιηθούν.
Σε αυτό το πλαίσιο χαρακτήρισε το σχέδιο «γέφυρα» που θα οδηγήσει την Ελλάδα «όχι μόνο στη μετά Covid εποχή, αλλά και στην τρίτη δεκαετία του 21ου αιώνα» και υποστήριξε, για άλλη μία φορά, ότι το σχέδιο «φιλοδοξεί να δημιουργήσει επιπλέον 200.000 νέες θέσεις εργασίας, αυξάνοντας κατά 7 μονάδες το εθνικό μας προϊόν εντός της επόμενης εξαετίας». Μάλιστα ισχυρίστηκε ότι η εφαρμογή του σχεδίου θα αποτελέσει «μια ριζική ανακατεύθυνση που μεταμορφώνει την παραγωγική βάση της χώρας», ότι θα οδηγήσει «στη δίκαιη κατανομή του εθνικού πλούτου» και ότι «αλλάζει ουσιαστικά το υπόδειγμα της ελληνικής οικονομίας, μετατρέποντάς τη σε ανταγωνιστική και εξωστρεφή, με ψηφιακό και αποτελεσματικό κράτος».
Αλλαγή, βέβαια, του παραγωγικού μοντέλου της χώρας δεν προκύπτει. Και μπορεί ο πρωθυπουργός να μίλησε για «δημιουργία πολλών μόνιμων ποιοτικών και καλοπληρωμένων θέσεων εργασίας μέσα από πάρα πολύ σημαντικές δημόσιες και ιδιωτικές επενδύσεις», αλλά τα ερωτήματα για το τι ποιότητας θέσεις εργασίας θα φέρει το σχέδιο παραμένουν.
Στο ίδιο πλαίσιο ο πρωθυπουργός ανέφερε ακόμα ως όρους ότι «όποιος ιδιώτης αξιοποιεί πόρους του Ταμείου πρέπει ταυτόχρονα να επενδύει και δικά του χρήματα» και ότι «όλα τα σχέδια τα οποία τελικά θα εγκριθούν πρέπει να είναι ώριμα προς εκτέλεση».
Αλλά αυτό που είναι σαφές είναι ότι το σχέδιο στοχεύει στη μεγάλη ενίσχυση του ιδιωτικού τομέα. Το είπε και ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών Θ. Σκυλακάκης, δηλώνοντας ότι «αποσκοπεί στο να κινητοποιήσει και σημαντικές δυνάμεις από τον ιδιωτικό τομέα, ενισχύοντας ιδιωτικές επενδύσεις και χρησιμοποιώντας συμπράξεις δημόσιου και ιδιωτικού τομέα και εταιρείες παροχής ενεργειακών υπηρεσιών για την πραγματοποίηση δημόσιων επενδύσεων, ώστε να μπορέσουμε να κινητοποιήσουμε σημαντικότατα πρόσθετα ιδιωτικά κεφάλαια».
Το οικειοποιήθηκε
Τέλος, ο Κυρ. Μητσοτάκης είπε ότι «οι κατευθύνσεις και οι διακλαδώσεις» του σχεδίου «έχουν καταστρωθεί στην Ελλάδα», χρησιμοποιώντας τη φράση «από Ελληνες για Ελληνες» και ότι «η κυβέρνηση έχει την πλήρη ιδιοκτησία όλων αυτών των μεγάλων επιλογών», αν και όσον αφορά τους 4 πυλώνες του σχεδίου, αυτοί καθορίστηκαν από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Σύμφωνα με τα όσα ανακοίνωσε, από σήμερα θα αρχίσει η διαδικασία της διαβούλευσης στο Κοινοβούλιο και μετά την έγκρισή του από τα ευρωπαϊκά όργανα το σχέδιο «θα έρθει ξανά για συζήτηση με τις πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις, με τη μορφή σχεδίου νόμου».
Πηγή: efsyn.gr
[/vc_column_text][/vc_column][/vc_row]